Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Παραμονή της εορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης



 Είναι τα ιερά αιματοβαμμένα χώματα
που όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, όνομα ήρωα θα δεις γραμμένο από κάτου
κι ο γλυκόπνοος άνεμος, που θροΐζει τα μουσκεμένα πλατανόφυλλα
αρώματα, μοσχοβολιστά, που σκορπά, σαγήνη εκστατική.

Είναι η παράδοση, η σπιτική προετοιμασία, η περίσσια σπουδή,
η ζύμη η φυλαγμένη για τον Άρτο, το ζύμωμα της γιαγιάς
τα μάτια των μικρών και η αναμονή του ψησίματος, στη θαλπωρή 
κοινό τραπέζι, ιερό, οικογενειακό, αιώνιο δεσμευτικό.

Είναι η ταπεινή γονυκλισία, η θέρμη του κεριού, η ευωδιά του θυμιάματος
το λάδι στο νερό και το φυτίλι, ο δέηση της μεταμέλειας
η ανεμόσκαλα της προσευχής, το άρμα των μυριάδων Αγγέλων
Αίνοι, Δοξαστικοί, ικετευτικοί στην Μεγαλοσύνη της Χάρης Του.


Πρόμαχοι 20 Μαίου 2016

Εξωκλήσι των Ισαποστόλων Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
(παραμονή της ημέρας εορτασμού).
























"Η αγάπη είναι μόνο μία" - Χόρχε Μπουκάι



Ο καθένας έχει έναν μόνο τρόπο ν’ αγαπάει: τον δικό του.

Μπορώ να κάνω ένα σωρό πράγματα για να σου εκφράσω, να σου δείξω, να σου αποδείξω, να επιβεβαιώσω ή να υποστηρίξω ότι σ’ αγαπώ, όμως, μόνο ένα πράγμα μπορώ να κάνω με την αγάπη μου, κι αυτό είναι να Σ’ ΑΓΑΠΩ, να ασχολούμαι μαζί σου, να εκδηλώνω τα συναισθήματά μου όπως τα νιώθω. Και το πώς τα αισθάνομαι είναι ο δικός μου τρόπος να σ’ αγαπώ.

Μπορείς να το δεχτείς ή μπορείς να το απορρίψεις, μπορείς να καταλάβειςτ τι σημαίνει ή μπορείς να το αγνοήσεις παντελώς. Αυτός, όμως, είναι ο τρόπος μου να σ΄αγαπώ· δεν έχω άλλον.

Ο καθένας έχει έναν μόνο τρόπο ν’ αγαπάει: τον δικό του.

Στο χώρο της ψυχικής υγείας συναντάμε πολλές φορές άτομα που έμαθαν –λανθασμένα και χωρίς να καταλάβουν πώς–, ότι αγάπη είναι να χτυπάς, και καταλήγουν να παντρεύονται κάποιους που τους χτυπούν προκειμένου να αισθανθούν ότι τους αγαπούν (πολλές κακοποιημένες γυναίκες υπήρξαν κακοποιημένες θυγατέρες).

Για αιώνες κακοποιούσαν ή πλήγωναν οι γονείς τα παιδιά τους λέγοντας ότι το κάνουν για το καλό τους: “Εμένα με πονάει περισσότερο που πρέπει να σε δείρω”, λένε συχνά οι γονείς.

Και στα πέντε σου, δεν είσαι σε θέση να κρίνεις αν είναι ή δεν είναι πράγματι έτσι.

Και προσαρμόζεσαι· αλλάζεις συμπεριφορά.

Και εξακολουθείς, πολλές φορές, να τρως ξύλο και να το θεωρείς ωφέλιμο.

Όταν δούλευα με εξαρτημένους, την εποχή που έκανα ειδικότητα στην ψυχιατρική, παρακολουθούσα μια γυναίκα που είχε πατέρα αλκοολικά και παντρεύτηκε με τη σειρά της έναν αλκοολικό άντρα. Τη γνώρισα στην κλινική όπου ο άντρας της ήταν εσωτερικός ασθενής. Επί χρόνια συνόδευε τον σύζυγό της στις ομάδες Ανώνυμων Αλκοολικών στην προσπάθεια να ξεπεράσει τον εθισμό του, από τον οποίο έπασχε για πάνω από δώδεκα χρόνια.

Τελικά, εκείνος κατάφερε να απέχει από το αλκοόλ επί είκοσι τέσσερις μήνες. Τότε ήρθε η γυναίκα του για να μου πει ότι, μετά από δεκαέξι χρόνια γάμου, ένιωθε ότι η αποστολή της είχε λήξει η υγεία του συζύγου της είχε αποκατασταθεί… Εγώ, τότε που ήμουν είκοσι επτά χρόνων και νεοδιορισμένος γιατρός, ερμήνευσα ότι, στην πραγματικότητα, αυτό που ήθελε ήταν να θεραπεύσει τον πατέρα της αντικαθιστώντας τη θεραπεία του πατέρα με αυτή του συζύγου.

Εκείνη είπε: “Μπορεί, τώρα πάντως δεν με συνδέει τίποτα με τον σύζυγό μου. Υπέφερα πολύ από τον αλκοολισμό του, αλλά έμεινα κοντά του για να μην τον εγκαταλείψω στη μέση της θεραπείας τώρα όμως δεν θέλω να ξέρω τίποτα πια γι’ αυτόν”.

Πράγματι, χώρισαν. Ένα χρόνο αργότερα, τελείως τυχαία, κάπου αλλού συναντηθήκαμε με τη γυναίκα αυτή που είχε κάνει μια καινούργια σχέση. Είχε ξαναπαντρευτεί… έναν άντρα επίσης αλκοολικό.

Οι ιστορίες αυτές, που δεν μπορούμε να καταλάβουμε με τη λογική, έχουν να κάνουν με τον τρόπο που κουβαλάει κανείς μέσα του δικά του άλυτα θέματα· με το πώς αντιλαμβάνεται την αγάπη.

Το Σ’ ΑΓΑΠΩ και ΣΟΥ ΔΕΙΧΝΩ ΟΤΙ Σ’ ΑΓΑΠΩ μπορεί να είναι δύο πράγματα τελείως διαφορετικά για μένα και για σένα.

Και εδώ, όπως και σε όλα τα θέματα, μπορεί να διαφωνήσουμε ριζικά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ένας από τους δύο κάνει αναγκαστικά λάθος.

Παραδείγματος χάριν: ξέρω πως η μαμά μου μπορεί να σου δείχνει ότι σ’ αγαπάει με διάφορους τρόπους, όπως όταν είσαι σε καλεί στο σπίτι και φτιάχνει τα φαγητά που σου αρέσουν. Αν λοιπόν, για τη μέρα που σ’ έχει καλέσει, έχει ετοιμάσει δύο ή και τρία από εκείνα τα υπέροχα αραβικά φαγητά που για να τα φτιάξει χρειάστηκε να περάσουν πεντ’-έξι μέρες στην κουζίνα ζυμώνοντας, ξεφλουδίζοντας, τεμαχίζοντας και βράζοντας τα υλικά, αυτό για τη μαμά μου σημαίνει ότι σ’ αγαπάει.

Και αν δεν έχεις μάθει να ερμηνεύεις αυτόν τον τρόπος έκφρασης, μπορεί να μην καταλάβεις ότι γι’ αυτήν είναι το ίδιο σαν να λέει σ’ αγαπώ. Αυτό σημαίνει ότι είναι εκδηλωτική; Δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, είναι ο ΔΙΚΟΣ ΤΗΣ τρόπος να λέει σ’ αγαπώ. Αν δεν μάθω να διαβάζω το μήνυμα που εκφράζουν έμμεσα αυτές οι κινήσεις, δεν θα μπορέσω ποτέ να αποκωδικοποιήσω το μήνυμα που εκφράζει ο άλλος. (Μια φορά την εβδομάδα, ΟΤΑΝ ΖΥΓΙΖΟΜΑΙ, επιβεβαιώνω πόσο πολύ μ’ αγαπούσε η μαμά μου, και πόσο καλά αποκωδικοποίησα το μήνυμά της!)

Όταν σ’ αγαπάει κάποιος, σου αφιερώνει ένα μέρος της ζωής, του χρόνου και του ενδιαφέροντός του.

Όταν σ’ αγαπάει κάποιος, οι πράξεις του σου λένε καθαρά πόσο πολύ νοιάζεται για σένα.

Μπορεί ν’ αποφασίσω να κάνω κάτι που θέλεις, με τη φαντασίωση ότι θα καταλάβεις πόσο σ’ αγαπώ. Κάποια φορά μπορεί να το κάνω, άλλοτε μπορεί και όχι. Αν και δεν μου αρέσει, μπορεί να σηκωθώ από τα χαράματα της 13ης Δεκεμβρίου, να στολίσω το σπίτι και να ετοιμάσω το πρωινό γεμίζοντας τους τοίχους με αφίσες και το κρεβάτι με δώρα, και για το βράδυ να έχω καλέσει ένα σωρό κόσμο…

Ξέροντας πόσο σε συγκινεί, είναι πιθανό κάποια φορά να το δεις να γίνεται, αν έχω διάθεση. Αν, όμως, επιβάλλεται να κάνω το ίδιο κάθε χρόνο, κι εγώ το επαναλαμβάνω μόνο και μόνο για να σ’ ευχαριστήσω… μην έχεις και την απαίτηση να το απολαμβάνω. Γιατί, αν δεν είναι κάτι που κι εγώ θέλω από μόνος μου, ίσως είναι καλύτερο και για τους δυο μας να μη το κάνω καθόλου.

Βέβαια, αν εγώ δεν έχω ποτέ διάθεση να κάνω κάτι τέτοιο, ούτε και τίποτ’ απ’ αυτά που ξέρω ότι σου αρέσουν, τότε κάτι συμβαίνει.

Με τη συμβίωση, θα μπορούσα να μάθω να χαίρομαι με την ψυχική ικανοποίηση που σου προσφέρω, έτσι όπως εσύ το προτιμάς. Και πράγματι, έτσι γίνεται. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με ορισμένες απόψεις που λίγο-πολύ δέχονται όλοι, απόψεις που φαίνονται να είναι αντίθετες με αυτό που μόλις είπα, και με τις οποίες, ασφαλώς, δεν συμφωνώ.

Μιλάω συγκεκριμένα για τις θυσίες στην αγάπη.

Μερικές φορές ο κόσμος θέλει να με πείσει ότι πέρα από την ιδέα τού να είναι κανείς ευτυχισμένος, σημαντικές σχέσεις είναι εκείνες όπου ο ένας είναι ικανός να θυσιάζεται για τον άλλον. Η αλήθεια είναι πως εγώ δεν πιστεύω ότι η αγάπη είναι χώρος θυσίας. Δεν πιστεύω ότι όταν θυσιάζεται κανείς για τον άλλον, αυτό αποτελεί εγγύηση αγάπης, και ακόμη λιγότερο, ότι η θυσία αποδεικνύει την αγάπη μου για τον άλλο.

Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που εγγυάται την ικανότητα να χαιρόμαστε πράγματα μαζί, κι όχι ένα μέτρο για το πόσο είμαι διατεθειμένος να υποφέρω για σένα, ή πόσο είμαι έτοιμος να απαρνηθώ τον ίδιο μου τον εαυτό.

Σε κάθε περίπτωση, το μέτρο της αγάπης μας δεν το καθορίζει ο πόνος που μπορεί να μοιραστούμε – έστω κι αν αυτό αποτελεί μέρος της ζωής. Η αγάπη μας μετριέται και δυναμώνει ανάλογα με το πόσο ικανοί είμαστε να περπατάμε μαζί σ’ αυτόν τον δρόμο, να απολαμβάνουμε κάθε βήμα όσο γίνεται περισσότερο, και να αυξάνουμε την ικανότητα μας να χαιρόμαστε ακριβώς αυτό: το ότι είμαστε μαζί.

…Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων, Σου, λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μία από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.

“Αγαπιόμαστε” αρχίζει ο νέος.
“Και θα παντρευτούμε” λέει εκείνη.
“Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…”
“Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…”
“Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.”
“Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου.”
“Σε παρακαλόυμε” ικετεύουν, “πες μας τι μπορούμε να κάνουμε…”

Ο μάγος τούς κοιτάζει και συγκινείται που βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.

“Υπάρχει κάτι…” λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. “Αλλά  δεν ξέρω… είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.”
“Δεν μας πειράζει” λένε κι οι δύο.
“Ό,τι και να’ ναι” επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.

“Ωραία” λέει ο μάγος. “Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει να ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτε άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου και να κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;”

Η νεαρή κοπέλα συγγατανεύει σιωπηλά.
“Κι εσύ, Άγριε Ταύρε” συνεχίζει ο μάγος, “πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή να βρεις τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να το τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο… Πηγαίνετε τώρα.”

Οι δύο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο…

Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δύο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα που περιέχει το πουλί που τους ζητήθηκε.

Ο μάγος τούς λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στον γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν. Είναι πανέμορφα· χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.

“Πετούσαν ψηλά;” ρωτάει ο μάγος.
“Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε… Και τώρα;” ρωτάει ο νέος. “Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;”
“Όχι” λέει ο γέρος.
“Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;” προτείνει η νεαρή.

“Όχι” ξαναλέει ο γέρος. “Κάντε ό,τι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ’ αυτές τις δερμάτινες λωρίδες… Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν· να πετάξουν ελεύθερα.”

Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.

Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου μέχρι που πληγώνονται.

“Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλο, ακόμη κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.”




Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο δρόμος της συνάντησης”, ΦΥΛΛΑ ΠΟΡΕΙΑΣ ΙΙ, του Χόρχε Μπουκάι, εκδόσεις opera/animus





Πηγή psycheandlife2.wordpress.com

"Τι θέλω από σένα" - Χόρχε Μπουκάι



ΘΕΛΩ…

Θέλω να με ακούς χωρίς να με κρίνεις…

Θέλω τη γνώμη σου χωρίς συμβουλές…

Θέλω να με εμπιστεύεσαι χωρίς απαιτήσεις…


Θέλω τη βοήθειά σου και όχι να αποφασίζεις για μένα…

Θέλω να με προσέχεις χωρίς να με ακυρώνεις…

Θέλω να με κοιτάς χωρίς να προβάλλεις τον εαυτό σου σε μένα…


Θέλω να με αγκαλιάζεις χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ…

Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια χωρίς να με σπρώχνεις…

Θέλω να με υποστηρίζεις χωρίς να με φορτώνεσαι…


Θέλω να με προστατεύεις χωρίς ψέματα…

Θέλω να με πλησιάζεις χωρίς να εισβάλλεις…

Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν..
Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις…


Θέλω να ξέρεις… πως σήμερα μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου…ΧΩΡΙΣ ΟΡΟΥΣ



Από το βιβλίο «Ιστορίες να σκεφτείς» του Χόρχε Μπουκάι





ΣΤΡΑΤΩΝΙ - ΑΛΜΩΠΟΣ : Ο Αλμωπός διοργανώνει εκδρομή για τον αγώνα




Διοργανώνεται την Κυριακή 22 Μαΐου εκδρομή για τον αγώνα ΣΤΡΑΤΩΝΙ - ΑΛΜΩΠΟΣ.

Το κόστος μεταφοράς είναι 10€ και ΔΕΝ περιλαμβάνει το εισιτήριο του αγώνα.

 Η αναχώρηση θα γίνει από την πλατεία Αγγελή Γάτσου στις 12:30.

Πληροφορίες στα τηλέφωνα 6973973263 Καρατζίδης (Τζοφ) και 2384022944 ΒALLAMIA SPORT KAFE 

ΠΙΚΕΤΟΦΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΜΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΜΑΗ ΣΕ ΕΔΕΣΣΑ & ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ



Ψηλά το κεφάλι!
   Μας θέλουν προσκυνημένους, απογοητευμένους και να ματώνουμε συνέχεια για τα συμφέ-ροντα του κεφαλαίου! Δε θα τους κάνουμε τη χάρη! Δε θα περάσει η ηττοπάθεια, ο συμβι-βασμός! Με αισιοδοξία και πίστη στο δίκιο μας, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε!
ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΣΤΙΣ ΠΙΚΕΤΟΦΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΜΕ

Την ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΜΑΗ στις 11π.μ.
Έδεσσα: Μικροί Καταρράκτες
Γιαννιτσά: Πλατεία ΕΠΟΝ ( Πεζόδρομος )

    Το Σαββατοκύριακο 21-22 Μάη η κυβέρνηση φέρνει στη Βουλή το νέο γύρο επίθεσης στο λαϊκό εισόδημα, στο ασφαλιστικό, στους μισθούς! Έρχεται νέο αντιλαϊκό νομοσχέδιο, που αφορά επιβολή νέων έμμεσων φόρων στη συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού που στενάζει, ιδιωτικοποιήσεις, «απελευθέρωση» των «κόκκινων» δανείων, νέες φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο.
    Καλούμε τους εργαζόμενους κάθε κλάδου, κάθε τίμιο συνδικαλιστή, τους νέους και τις νέες, τους άνεργους και τους συνταξιούχους, τις γυναίκες, να μη δεχτούν τη νέα εξαθλίωση! Να μην εγκλωβιστούν ξανά στις ψεύτικες ελπίδες και στις κάλπικες υποσχέσεις της κυβέρνησης ότι περάσαμε τα δύσκολα.
     Να οργανωθούμε καλύτερα, να δυναμώσουμε την ενότητά μας, να προετοιμαστούμε καλύτερα για πιο μαζικούς κι ανεβασμένους αγώνες! Η λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος, το χτύπημα στο ασφαλιστικό, η φορολογία, το τσάκισμα των εργασιακών σχέσεων δεν τους αρκεί! Δοκιμάζουν τις αντοχές μας, μας εξαθλιώνουν και προκαλούν.
      Δε νομιμοποιούμε τα αντιλαϊκά μέτρα που ψήφισαν. Δε συμβιβαζόμαστε με αυτή την πολιτική που έχει ως μόνο και αποκλειστικό στόχο να σωθούν τα κέρδη των λίγων, για να γίνουν αυτοί ακόμα πιο ισχυροί. Η λαιμαργία των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων δε θα κοπάσει ποτέ! 
Να προετοιμάσουμε τη δική μας αντεπίθεση σε κάθε κλάδο, σε κάθε χώρο δουλειάς.
Να μην ανεχτούμε τις συνθήκες της σύγχρονης εξαθλίωσης 
Να συντονίσουμε τις δυνάμεις μας και να παλέψουμε συντονισμένα παντού για την κάλυψη των απωλειών που είχαμε σε μισθούς, μεροκάματα, συντάξεις, κοινωνικές παροχές.
Σκλάβοι του 21ου αιώνα δε θα γίνουμε!
     Στο νέο νομοσχέδιο που θα φέρει η κυβέρνηση, περιλαμβάνεται ο «αυτόματος κόφτης», δηλαδή ένας αυτόματος μπαλτάς που θα κόβει και θα μειώνει μισθούς και συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα, θα προκαλεί αυτόματες περικοπές σε κονδύλια προς τα ασφαλιστικά ταμεία, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τους δήμους και άλλους φορείς της Τοπικής Διοίκησης, όταν θα διαπιστώνεται πως δεν πιάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι των κρατικών προϋπολογισμών και του μνημονίου. Η κυβέρνηση λέει ψέματα, φέρνει νέο, 4ο μνημόνιο.
      Την ίδια στιγμή γενικεύουν τη φοροεπέλαση παντού:
Αυξάνουν τον ΦΠΑ από το 23% στο 24%, εξέλιξη που θα επιφέρει νέες μαζικές αυξήσεις σε προϊόντα λαϊκής κατανάλωσης. 
Αυξάνουν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που επιβάλλονται στη βενζίνη, στο πετρέλαιο κίνησης, στο πετρέλαιο θέρμανσης, στο υγραέριο, στο φυσικό αέριο και στην κηροζίνη με εφαρμογή από 1η Ιούνη. 
Σχεδιάζουν να επιβάλουν νέους ειδικούς φόρους στη σταθερή τηλεφωνία, στη συνδρομητική τηλεόραση, στα τσιγάρα, στα τέλη των αυτοκίνητων, στον καφέ, στα ποτά! 
Το τσάκισμα των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων συμπληρώνεται με νέα προκλητικά προνόμια και ενισχύσεις για τους επιχειρηματικούς ομίλους, για τη θωράκιση και στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
        Ο νέος «αναπτυξιακός νόμος» αποτελεί τον παράδεισο του μεγάλου κεφαλαίου. Νέες φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο σε βάθος 15ετίας, νέα κίνητρα σε μεγαλοξενοδόχους, φορολογική ασυλία στους εφοπλιστές, δωρεάν κρατικές χρηματοδοτήσεις έως και το 45% της επένδυσης, επιδότηση με χιλιάδες ευρώ για κάθε θέση εργασίας, επιδότηση του «επιχειρηματικού κινδύνου» - κάλυψη των ζημιών, νέο ζεστό χρήμα για τη μεγαλοεργοδοσία από το «πακέτο Γιούνκερ».
     Η εργατική τάξη δεν έχει σε τίποτα να ωφεληθεί. Η κυβέρνηση σερβίρει παραμύθια και φλυαρίες για την «καθημερινότητα του λαού».
Για να ανασάνουμε χρειάζεται ανατροπή της βαρβαρότητας που ζούμε!
Έρχεται νέα, συντονισμένη αντεργατική επίθεση!
     Τα αντιλαϊκά μέτρα δε θα εξαφανιστούν, όταν έρθει η ανάπτυξη όπως λένε και υπόσχονται! Αν δεν τα ανατρέψουμε, αν δεν αναχαιτίσουμε την επίθεση θα κατατρώνε τις σάρκες μας! 
     Κυβέρνηση και κόμματα που στηρίζουν αυτό το δρόμο ανάπτυξης μαζί με τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, υπερασπίζονται ένα σύστημα σάπιο και απάνθρωπο, που δε διορθώνεται. Κάθε μέρα που περνάει αποδεικνύεται πως ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης μόνο βάσανα και δυστυχία φέρνει  για τον εργαζόμενο λαό συνολικά. 
Κανένας εργάτης, άνεργος δεν πρέπει να λείψει από τις μάχες που έρχονται!
Να πάρει τη θέση του στον ταξικό αγώνα! 
Να απαντήσει στην αδράνεια!
Να οργανωθεί στα σωματεία του, να οργανώσει την αγανάκτηση και την οργή του. Να μην παραδώσει τα όπλα και να ρίξει τον πήχη της ζωής του. Να μη μείνει στη ζωή με τα ψίχουλα για να ταΐζεται η κοιλιά των αφεντικών. Να τους γυρίσει την πλάτη.
Καμία ανοχή, καμία συναίνεση!
Μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα!
        Ο λαός μπορεί να απαντήσει αγωνιστικά στους αντεργατικούς σχεδιασμούς, να αποκρούσει τους εκβιασμούς, τις απειλές, την εργοδοτική τρομοκρατία. Είναι ανάγκη να διαμορφωθεί παντού λαϊκό μέτωπο πάλης και αντεπίθεσης για την απόκρουση της βάρβαρης αντιλαϊκής πολιτικής. Να δυναμώσει η πάλη μέσα στους χώρους δουλειάς, να ενισχυθεί το κύμα ανυπακοής σε αυτήν την πολιτική. Να απορριφτούν οι πολιτικές που μας καταδικάζουν στη φτώχεια, στην ανεργία, στην εκμετάλλευση. Η εργατική τάξη, οι αυτοαπασχολούμενοι, η νεολαία, η φτωχή αγροτιά να δυναμώσουν τους αγώνες και τη συμμαχία τους.
Πιο δυνατά, πιο αποφασιστικά, 
με ορμή, με μαζικότητα να συνεχίσουμε την πάλη.
Χωρίς εμάς γρανάζι δε γυρνά! 
      Δεν υπάρχει άλλη επιλογή εκτός του καθημερινού και δύσκολου αγώνα. Αγώνας που έχει ως στόχο και προοπτική την αποφασιστική αναμέτρηση και την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής για να επιβάλλουμε το δίκιο μας, να χαράξουμε το δικό μας δρόμο ανάπτυξης και ευημερίας, χωρίς μνημόνια κι αφεντικά.

Όλες και όλοι στις πικετοφορίες του ΠΑΜΕ
Την Κυριακή 22 Μάη στις 11π.μ. σε ΕΔΕΣΣΑ & ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ

"Χαρά και εργασία" - Κική Δημουλά, Εκτός Σχεδίου



Αυτούς που κάνουν ό,τι κάνω εγώ τώρα τους λένε ωτακουστές. Κι είναι μομφή αυτό. Δικαίως. Από πού και ως πού θέλεις ν’ ακούσεις πράματα που ο άλλος δε θέλει να τα ακούσεις. Δεν το θέλησα. Ο καλός καιρός έφταιξε. Που έγινε αιτία να ανοίξω το παράθυρο. Κι η ανάγκη μου για λίγο καλό καιρό έφταιξε. Που μ’ έσπρωξε ν’ ακουμπήσω στο παράθυρο και ν’ ακούσω αυτά που μια γυναίκα έλεγε σε κάποιον, έχοντας αφήσει κι αυτή το δικό της παράθυρο ανοιχτό, ίσως κι από δική της ανάγκη για λίγο καλό καιρό.

Θα φύγω. Το πήρα απόφαση. Τι υπομονή να κάμω; Για ποιο λόγο; Τάχα και γιατί θ’ αλλάξεις εσύ τώρα μετά από τόσα χρόνια, γιατί θ’ αλλάξω κι εγώ; Πες μου, για ποιο λόγο. Σ’ το είπα από την αρχή: Ζύγισέ το. Με με βγάζεις από το δρόμο μου για να κάνεις πειράματα. Το ζύγισα, μου είχες πει. Ας ρωτήσουμε αν θες και έναν τρίτο. Μπορεί να ζήσει μια γυναίκα μ’ έναν άντρα που διαρκώς ρωτάει «γιατί;». Σου λέω: Γιάννη έχω ένα βάρος ασήκωτο, πνίγομαι. Και συ ρωτάς: Γιατί; Σου λέω: Γιάννη, δεν είναι ζωή αυτή, δεν είναι τρόπος αυτός που ζούμε, κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Και συ μου λες: Μα γιατί; Σου λέω: Γιάννη, πρόσεξε, όπως δε με ρώτησαν τα αισθήματά μου όταν άρχισαν, δε θα με ρωτήσουν και όταν τελειώσουν, όταν σβήσουν. Καταλαβαίνω ότι κάτι τελειώνει. Και συ με ρωτάς: Γιατί; Σε παρακάλεσα χιλιάδες φορές, σε ικέτεψα, χτες ακόμα: Γιάννη, αν δεν μπορείς να πεις τίποτ’ άλλο, τουλάχιστον μη λες αυτό το ανυπόφορο γιατί. Με χτυπάει στα νεύρα. Με φέρνει σε απόγνωση. Προτιμώ να με βρίσεις, να μη μου δώσεις απάντηση, ν’ ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις, αλλά όχι αυτό. Και τότε εσύ μου είπες: Μα γιατί;

Δεν ξέρω γιατί, αλλά είμαι με το μέρος της. Καλά του τα λες, μονολογώ, καλά του τα λες, και είδες τον εκεί. Τσιμουδιά δε βγάζει.

Δεν αντέχω, συνεχίζει εκείνη, όλη μέρα κλεισμένη εδώ μέσα, δεν αντέχω. Εσύ νομίζεις ότι μπορεί να χορτάσει μια ζωή με το χρέος. Αμ’ δεν μπορεί. Έχει και χαρές ετούτη η ζωή. Θα φύγω. Τελείωσε. Χώνεψέ το. Εσύ είσαι μεταμορφωμένος ο θάνατος. Κι εγώ θέλω να ζήσω. Τ’ άκουσες;

Βγάζω το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο και βλέπω μέσα στο ξένο δωμάτιο.

Μόνη της μιλάει. Σιδερώνει και μιλάει.




[Κική Δημουλά, Εκτός Σχεδίου (εκδ. Ίκαρος) || Pablo Picasso, Woman Ironing (1904)]

"Ο μικρός πρίγκιπας"(απόσπασμα) - Antoine de Saint-Exupéry



Τότε είναι που παρουσιάστηκε η αλεπού.

– Καλημέρα, είπε η αλεπού.

– Καλημέρα, αποκρίθηκε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και γύρισε, μα δεν είπε τίποτα.

– Εδώ είμαι, είπε μια φωνή, από τη μηλιά…

– Ποια είσαι; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Μου φαίνεσαι πολύ όμορφη…

– Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.

– Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος…

– Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δε μ’ έχουν ημερώσει.

– Α! με συγχωρείς, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Το σκέφτηκε όμως και πρόσθεσε:

– Τι πάει να πει «ημερώσει;»

– Εσύ δεν είσαι απ’ εδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;

– Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «ημερώσει;»

– Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγούνε. Μεγάλος μπελάς! Ανατρέφουν όμως και κότες. Αυτό είναι το μόνο τους όφελος. Κότες γυρεύεις;

– Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «ημερώσει;»

– Είναι κάτι που παραμελήθηκε πολύ, είπε η αλεπού. Σημαίνει «να δημιουργείς δεσμούς…».

– Να δημιουργείς δεσμούς;

– Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο μ’ άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σ’ έχω ανάγκη. Μήτε κι εσύ μ’ έχεις ανάγκη. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια μ’ εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Αν όμως με ημερώσεις, ο ένας θα έχει την ανάγκη του άλλου. Για μένα εσύ θα είσαι μοναδικός στον κόσμο. Για σένα εγώ θα είμαι μοναδική στον κόσμο…

– Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι…νομίζω πως με ημέρωσε…

– Γίνεται, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τόσα περίεργα πράγματα…

– Ω! δεν είναι πάνω στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.

Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:

– Πάνω σ’ άλλο πλανήτη;

– Ναι.

– Έχει κυνηγούς σ’ αυτόν τον πλανήτη;

– Όχι.

– Πολύ ενδιαφέρον αυτό. Και κότες;

– Όχι.

– Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού. Ξαναγύρισε όμως στην ιδέα της:

– Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω τις κότες, οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Όλες οι κότες μοιάζουν, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι’ αυτό λοιπόν βαριέμαι κάπως. Αν με ημερώσεις όμως, η ζωή μου θα είναι σαν ηλιόλουστη. Θα γνωρίσω έναν κρότο από πατήματα που θα είναι διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους. Τ’ άλλα πατήματα με κάνουν να χώνομαι κάτω απ’ τη γη. Το δικό σου θα με κάνει να βγαίνω έξω απ’ τη φωλιά μου, σα μια μουσική. Κι ύστερα, κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τα χωράφια με το στάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι εμένα μου είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό, είναι κρίμα! Εσύ όμως έχεις μαλλιά χρώμα χρυσαφένιο. Θα είναι λοιπόν θαυμάσια όταν θα μ’ έχεις ημερώσει! Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα με κάνει να σε θυμάμαι. Και θα μ’ αρέσει ν’ ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα…

Σώπασε η αλεπού και κοίταξε πολλή ώρα το  μικρό πρίγκιπα.

– Σε παρακαλώ…ημέρωσέ με, του είπε.

– Θέλω βέβαια, της αποκρίθηκε ο μικρός πρίγκιπας, μα δεν με παίρνει ο καιρός. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.

– Δε γνωρίζει κανείς παρά τα πράματα που ημερώνει, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Τ’ αγοράζουν όλα έτοιμα στα εμπορικά. Καθώς όμως δεν υπάρχουν εμπορικά που πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θες ένα φίλο, ημέρωσέ με!

– Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.

– Πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή, αποκρίθηκε η αλεπού. Θα καθίσεις πρώτα κάπως μακριά μου, έτσι στο χορτάρι. Εγώ θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου κι εσύ δε θα λες τίποτα. Τα λόγια είναι που κάνουν τις παρεξηγήσεις. Αλλά, κάθε μέρα, θα μπορείς να κάθεσαι λιγάκι πιο κοντά…

Την άλλη μέρα ήρθε πάλι ο μικρός πρίγκιπας.

– Θα ‘ταν πιο καλά να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι λόγου χάρη, στις τέσσερις το απόγευμα, εγώ θ’ αρχίζω από τις τρεις να είμαι ευτυχισμένη. Όσο θα περνάει η ώρα, τόσο εγώ θα νιώθω και πιο ευτυχισμένη. Στις τέσσερις πια, δε θα μπορώ να καθίσω και θα τρώγομαι∙ θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε και να’ ναι, δε θα ξέρω ποτέ ποια ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα καλά της…Σ’ όλα χρειάζεται κάποια τελετή.

– Τι είναι τελετή; είπε ο μικρός πρίγκιπας.

– Είναι κι αυτό κάτι που πολύ παραμελήθηκε, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει τη μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, τη μια ώρα με τις άλλες ώρες. Οι κυνηγοί μου, λόγου χάρη, έχουν μια τελετή. Κάθε Πέμπτη χορεύουν με τις κοπέλες του χωριού. Γι’ αυτό η Πέμπτη είναι θαυμάσια μέρα! Μπορώ και κάνω μια βόλτα ως τ’ αμπέλι. Αν χόρευαν οι κυνηγοί όποτε και να ‘ναι, όλες οι μέρες θα μοιάζαν μεταξύ τους, κι εγώ δε θα είχα καθόλου διακοπές.

Έτσι ο μικρός πρίγκιπας ημέρωσε την αλεπού. Κι όταν κόντευε πια η ώρα που θα χωρίζανε:

– Αχ! είπε η αλεπού. Κλάμα που θα κάνω…

– Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, μα εσύ θέλησες να σε ημερώσω…

– Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.

– Μα τώρα θα κλάψεις! είπε ο μικρός πρίγκιπας.

– Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.

– Και τότε τι κέρδισες;

– Κέρδισα, είπε η αλεπού, γιατί μου μένει το χρώμα του σταριού.





Antoine de Saint-Exupéry, Ο Μικρός Πρίγκιπας (XXI- απόσπασμα), εκδ. Ηριδανός.

"Μάθημα αγάπης" - Της Χρυσούλας Θ. Λυμπεροπούλου



Μάθημα αγάπης

Της Χρυσούλας Θ. Λυμπεροπούλου

Πως μπορείς να ξεγελάσεις αυτά τα πανέξυπνα μάτια; Το σπινθηροβόλο βλέμμα, που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής, ερεύνησε σχολαστικά, από πάνω έως κάτω, για άλλη μια φορά τον νεαρό άντρα.

«Πανύψηλος!» σκέφτηκε ο Βασίλης. Στην ηλικία των οκτώ χρόνων πολλές φορές τα αγόρια μεγαλοποιούν τα πράγματα. Είναι τότε που παλεύουν με τους γίγαντες και τα θεριά, και μαζί με τον Δον Κιχώτη υπερασπίζονται την τιμή της Δουλτσινέας τους, αλλά και όποιου άλλου τύχει. Αυτή του όμως η κρίση ήταν τελείους αντικειμενική. «Πανύψηλος».

— «Καλή σου μέρα», είπε ο ...πανύψηλος και ο Βασίλης, τεντώνοντας το σώμα του σαν αιλουροειδές έτοιμο να επιτεθεί, απάντησε κοφτά «γεια».

— «Πώς και κάθεσαι μόνος σου εδώ στα βράχια;» ρώτησε ο νεαρός άντρας. «Γιατί δεν παίζεις με τα άλλα παιδιά;» συνέχισε.

— «Δεν βλέπεις ότι ψαρεύω;» απάντησε κοφτά ο Βασίλης. «Γιατί νομίζεις ότι το κρατώ αυτό;» συνέχισε δείχνοντας στον άντρα το καλάμι του. «Νομίζεις ότι θα ρουφήξω την θάλασσα;»

— «Εντάξει φίλε μου, εντάξει» είπε με ήρεμη και γλυκιά φωνή ο άντρας.

— «Μη με λες φίλο σου γιατί δεν είμαι. Εγώ δεν είμαι φίλος κανενός».

Ο πικρόχολος και ειρωνικός τόνος της φωνής του Βασίλη διαπέρασε την ψυχή του άντρα. Η επόμενη κίνηση του, όμως, ήταν αυτή που κυριολεκτικά χτύπησε την πόρτα της καρδιάς τον μικρού. Ο ξένος κάθησε ήρεμα δίπλα του στον βράχο.

— «Με λένε Μιχάλη και έχεις δίκιο. Δεν είμαστε φίλοι, θα μπορούσαμε όμως να γίνουμε. Έτσι δεν είναι;»

— «Δεν είμαι φίλος κανενός. Δεν τα είπαμε αυτά: Δεν θέλω, βρε παιδί μου».

— «Ξέρω πολλά κόλπα να σου δείξω για να πιάνεις μεγάλα ψάρια», είπε ο Μιχάλης κοιτάζοντας το μικρό, άδειο πανεράκι του αγοριού. Του πήρε το καλάμι από το χέρι και, βάζοντας ένα περίεργο δόλωμα στην άκρη του αγκριστιού, το έριξε στη θάλασσα. Μέσα στα επόμενα τρία λεπτά ο Βασίλης ούρλιαζε από την χαρά του ανεβάζοντας ένα ψάρι που το βάρος του σίγουρα ξεπερνούσε το μισό κιλό.

— «Τι είσαι 'συ βρε παιδάκι μου; Καλό! Πολύ καλό!» τσίριξε.

Και κει που γύριζε προς το μέρος του είδε τον άντρα να περπατάει στα βράχια και ν' απομακρύνεται. Σήκωσε το χέρι του και του φώναξε: «Γεια σου, Μιχάλη. Ευχαριστώ».

— «Γεια σου φίλε μου, Βασίλη», είπε ο Μιχάλης κουνώντας και αυτός το χέρι του. «Αύριο πάλι την ίδια ώρα».

Τι νύχτα ήταν κι αυτή; Τα μάτια του Βασίλη ούτε για δέκα λεπτά δεν μπόρεσαν να κλείσουν. «Μήπως δεν ακούσω το ξυπνητήρι; Μήπως δεν προλάβω; Ευτυχώς που τελείωσε το σχολείο! Και το δόλωμα; Πού το είχε τόση ώρα και 'γω δεν το είδα;»

Χιλιάδες ερωτηματικά πλημμύριζαν το μυαλουδάκι του ώσπου, επιτέλους ξημέρωσε. Ο Μιχάλης! Μπορεί και να τον έκανε φίλο του. Μπορεί! Ξεκίνησε κρατώντας στο χέρι τα σύνεργα του. Έκατσε στον γνωστό βράχο και περίμενε.

— «Καλημέρα, φίλε μου», είπε ο Μιχάλης.

— «Καλημέρα» απάντησε ο Βασίλης γεμάτος ενθουσιασμό. «Πάλι δεν τον άκουσα να έρχεται» σκέφτηκε ο μικρός.

— «Έτοιμος!» είπε ο Βασίλης δείχνοντας στον νέο του φίλο τα σύνεργα του ψαρέματος. «Έφερα και σακούλες πολλές μαζί μου. Σήμερα θα πιάσουμε χίλια ψάρια!»

— «Σήμερα θα πιάσουμε δύο ψάρια, ένα για την γιαγιά σου και ένα για σένα. Και μετά θα σε ταξιδέψω» είπε ο Μιχάλης.

— «Η γιαγιά μου δεν με αφήνει να φύγω, είπε γρήγορα ο μικρός.

Το γαλήνιο χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο του Μιχάλη θύμιζε τα μικρά κύματα που σκάνε στην άκρη του γυαλού τώρα που δεν φυσάει. «Και για που;» ρώτησε αμέσως μετά ο πιτσιρίκος όλο περιέργεια. Αμέσως όμως άρχισε να ουρλιάζει με χαρά. «Καλέ καβούρια μαζί! Καλέ τρέχουνε, δηλαδή κολυμπάνε. Κάνουν σαν να παίζουν μπάλα. Ε, δεν ξέρω πια τι κάνουν, αλλά, πάνε πολύ γρήγορα! μα τι γίνεται εκεί κάτω; Να ένα ψάρι σαν αυτό που πιάσαμε χτες!» Σταμάτημα δεν είχε το στόμα του.

Ο Μιχάλης έβαλε το χέρι του μέσα στο νερό και το ψάρι πλησίασε.

— «Το χαϊδεύεις! Δεν το πιστεύω! Σε αφήνει και το χαϊδεύεις!» φώναξε έξαλος από χαρά ο μικρός φίλος μας. «Τώρα έκανες και το ψάρι φίλο σου. Μα τι είσαι 'συ βρε Μιχάλη μου! Τι είσαι εσύ;»

Με μια ελαφριά κίνηση ο Μιχάλης έπιασε το χέρι του μικρού Βασίλη και το έβαλε δίπλα στο δικό του μέσα στο νερό.

— «Σκέψου πως τούτο 'δω το ψάρι είναι πράγματι ένας φίλος σου, και άφησε να περάσει μέσα από το χέρι σου όλη η αγάπη που νιώθεις γι' αυτό» του είπε. Και το ψάρι ακούμπησε το μικρό χεράκι που έτρεμε πού και πού γιατί είναι γεγονός πως φοβήθηκε λίγο στην αρχή, αλλά στην αρχή μόνο, πριν πιάσει το ...σκυλόψαρο, όπως είπε αργότερα στα άλλα παιδιά.

Τι τυχερός που ήταν που είχε φίλο του το Μιχάλη! Ποτέ δεν είχε νιώσει ξανά έτσι για άνθρωπο. Τόσες μέρες τώρα κάνανε μαζί χιλιάδες πράγματα. Χαιρετούσαν τα ψάρια του βράχου τους και μετά ο Μιχάλης τον ...ταξίδευε. Ταξίδεψαν στο κύμα, στο θαλασσινό αγέρι, έμαθε ν' ακούει τα μυστικά που του ψυθίριζε ο άνεμος, να παίρνει μηνύματα που του έστελναν τα φουσκωμένα πανιά των καραβιών αλλά και οι φωνές των γλάρων. Τις άκουγε κι αυτές. Και τώρα που ήξερε την γλώσσα τους, δεν του έφερνε πονοκέφαλο η λαλιά τους. Καταλάβαινε πότε το αρσενικό φώναζε το ταίρι του και θαύμαζε τα ωραία και ιδιόρυθμα τραγούδια τους. Γιατί έτσι είπε ο Μιχάλης. Όλη η πλάση ξέρει να λέει τραγούδια. Τραγουδάνε στον θεό, ταπεινό «ευχαριστώ» για την ύπαρξη τους, τραγουδάνε στον Ήλιο που τα ζεσταίνει και τους δίνει ενέργεια, τραγουδάνε στην φύση και στον άνεμο για την ευγένεια που τους δείχνει αλλά και την κατανόηση. Και τραγουδάνε και στην ψυχή του Βασίλη. Ποτέ δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι ολόκληρη η πλάση μπορεί να του τραγουδήσει. Όμως ο Μιχάλης έτσι είπε. Και ο Μιχάλης ξέρει τα πάντα— Και δεν λέει ποτέ, μα ποτέ, ψέματα! Είναι σίγουρος ο μικρούλης μας ότι ο καλός του φίλος, ο Μιχάλης, θα κρατήσει τον λόγο του. Του υποσχέθηκε πως όσο σκέφτεται και λειτουργεί με γνώμονα την αγάπη θα είναι πάντα μαζί του.

Πόσο χαίρεται που έχει φίλο του τον Μιχάλη! Για τίποτα, μα για τίποτα στον κόσμο δεν θα ήθελε να τον χάσει. Γι' αυτό θα θυμάται και θα αναγνωρίζει πάντα το τραγούδι του γλάρου, τα μυστικά του ανέμου και των φουσκωμένων πανιών, το τραγούδι της φύσης στον Πλάστη αλλά, κυρίως, το δικό του τραγούδι, το τραγούδι της Αγάπης που του έμαθε ο Μιχάλης, ο φίλος του ο Μιχάλης που τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα μπήκε μέσα στην ζωή του και φώτισε κάθε σκοτεινή γωνιά της μικρής καρδούλας του με ένα υπέροχο και γλυκό φως, το φως που αποκτά κάθε καρδιά όταν διδάσκεται επιτέλους το Μάθημα της Αγάπης!


Από το περιοδικό ΜΟΡΙΑΣ, Τεύχος 55, Σελ. 33-34

"Της νύφης που κακοπάθησε" - Δημοτικό τραγούδι (παραλογή)



Ελένη προξενολογούν, Ελένη κάνουν νύφη.
Μήνες τση τάζουν τα προικιά και χρόνους τ’ αντιπροίκια.
Τση τάζει κι ο πατέρας της κάτεργ’ αρματωμένα,
τση τάζουν και τ' αδέρφια της καράβια φορτωμένα,     
τση τάζει κι η μανούλα της κρυφά δέκα χιλιάδες,
χρυσό θρονί να κάθεται, χρυσό μήλο να παίζει.

Μα ‘ρτανε οι χρόνοι δίσεφτοι κι οι μήνες οργισμένοι
κι έφαε ο νιος τα πλούτη του κι η κόρη το προικιό της.
Η πεθερά ξενόπλενε κι η νύφη ξεναλέθει,
ο πεθερός ξενόσκαφτε κι ο νιος ξενοκλαδεύει.

Μία Κυριακή και μία Λαμπρή, μία πίσημον ημέρα
την πήρε το παράπονο κι η πίκρα τ’ς η μεγάλη:
 -    Θέλω να πάω στη μάνα μου, να πάω στα γονικά μου
 -    Ελένη, πλούσια σ’ ήφερα, φτωχή πού να σε πάω,
 που ντρέπομαι τ’ αδέρφια σου, φοβούμαι τους δικούς σου;

Κι εκείνη δεν τον άκουσε, μονάχη της κινάει
και πήρε το στρατί στρατί, τ’ ωριό το μονοπάτι.
Στην στράταν οπού πήαινε, τον Θιόν επαρακάλει:
«Χριστέ, να βρω τσι δούλες μου στη βρύση να λευκαίνουν».

Κι ο Θεός την εσυνάκουσε και η Κυρά του κόσμου
και έβρηκε τσι δούλες της στη βρύση που λευκαίναν.

- Καλώς την την ξανθούλα μας, τι θέλεις, τι γυρεύεις;
- Να πιω δότε μου το νερό κι αμά σας κουβεντιάζω·
να πείτε της κυρούλας σας για δούλα να με πάρει.
- Εμείς κοπέλες έχομε, κοπέλες και κοπέλια·
κι εσένα τι σε θέλομε, σαν τι δουλειά να κάνεις;
Ε, να ντο πούμε τση κυράς, ανίσως και σε θέλει.

- Μωρές, ποιος έπιε στο σικλί; Εδώ χνότα μυρίζουν.
- Κυρά, μια ξένη έλαχε στη βρύσην αποκάτου
και μας επαρακάλεσε για δούλα να ντην πάρεις.
- Μωρές, δεν την ρωτούσατε, μην είναι η Ελένη;
- Κυρά, την ερωτήσαμε, μα δεν είναι η Ελένη,
δεν είναι η Ελένη σου, δεν είναι το παιδί σου.
- Σύρτε, ρωτήσατέ τηνε, το τ’ είναι η δουλειά της

- Μας είπε η κυράτσα μας, τι ξέρεις και δουλεύεις;
- Ξέρω και φαίνω στο βλαντί και φαίνω στο βελούδο.

- «Σύρτε να τήνε βάλετε εις το βλαντί τ’ς Ελένης».

Επήγαν και τη βάλανε εις το βλαντί τ’ς Ελένης»,
κι αρκίνησε και έφαινε κι έλεγε μοιρολόι:

«Γάγιο μου, χρυσογάγιο μου, πάλι χρυσό μου γάγιο,
βλαντί μου, όντες σ’ ανάσταινα, με προξενολογούσαν,
μήνες μοτάζαν τα προικιά και χρόνους τ’ αντιπροίκια.
Μου τάζει κι ο πατέρας μου κάτεργ’ αρματωμένα,
μου τάζει κι η μανούλα μου κρυφά δέκα χιλιάδες,
χρυσό θρονί να κάθομαι, χρυσό θρονί να παίζω.
Μα ‘ρταν οι χρόνοι δίσεφτοι κι οι μήνες οργισμένοι,
τρώγει άνδρας μου τα πλούτη μου κι εγώ το μερτικό μου,
η πεθερά ξενόπλενε κι εγώ εξεναλέθου,
ο πεθερός ξενόσκαφτε κι ο νιος ξενοκλαδεύει».
         
Κι η μάνα επαραμόνευε οπίσω από την πόρτα.
Τρέχει ογλήγορα εκεί, γλυκά την αγκαλιάζει:

- «Εσύ ‘σαι η Ελένη μου, εσύ 'σαι το παιδί μου!».



...................................................................

τση: της.
κάτεργο: καράβι (πολεμικό ή πειρατικό) με πανιά και με δυο ή τρεις σειρές κουπιά.
δίσεφτος: δυσοίωνος, κακοσημαδιακός.
λευκαίνω: πλένω.
αμά: μετά.
σικλί(το): κουβάς.
βλαντί: πολύτιμο ύφασμα (συνήθως πορφυρό).

γάγιο (το): ενέχυρο, ανταμοιβή, μισθός.


Άγγελος Σικελιανός «Ιερά οδός»



Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π’ ολοένα
βουλιάζει... Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον,
ήμουν περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής... Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια,
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους...
Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κι έμειν’ η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε... Κι η πέτρα,
π’ αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μού φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ’ τους αιώνες. Κι έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο...

Μα να· στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο
τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.

Και να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ’ είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με το ‘να
χέρι, με τ’ άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν βαριά... Η μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο να ‘ταν
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.
Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος και την πίκρα
της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!
Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες
φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά...
Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...
Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα
δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής... Τι ετούτη ακόμα
ήταν κι είναι στον Άδη...
      Και σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή...
Μα ως, τέλος,
ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ‘ρείπια
του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.
Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
«Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;»
      Κι ως προχωρούσα,
κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
        κι έμοιαζ’ έλεε:
        «Θά ‘ρτει...»


Άγγελος Σικελιανός «Ιερά οδός»

Το ποίημα γράφτηκε το 1935 και είναι από τα πιο σημαντικά του ποιητή. Δεν πρόκειται μόνο για ένα ανθρωπιστικό θέμα, για την απολύτρωση δηλαδή του ανθρώπου από την καταπίεση και τον πόνο. Στο υποβλητικό ακόμη τότε σκηνικό της Ιεράς Οδού, του δρόμου που οδηγούσε από την Αθήνα στην Ελευσίνα και που ακολουθούσαν οι αρχαίες πομπές των Ελευσίνιων μυστηρίων, ο ποιητής, μέσα από το «συμβολικό δρώμενο» που βλέπει και περιγράφει, αναπαρασταίνει καταστάσεις ανάλογες με αυτές που ζούσαν οι μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια. Μας δίνει δηλαδή την εικόνα του ξεπεσμού και της υποδούλωσης που οδήγησε τον άνθρωπο η αφροσύνη του να αλυσοδέσει και να υποτάξει τη Μάνα-Γη, σύμβολο της μητρότητας και της αγάπης, για να οραματιστεί τελικά τη μέρα της σωτηρίας και της λύτρωσης, όταν η ψυχή του ανθρώπου θα συμφιλιωθεί απόλυτα και θα ταυτιστεί με τους αιώνιους νόμους της ζωής και με τη φύση. Παρήγορο μήνυμα ανάστασης και θριάμβου της ζωής.



ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...