Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Γιώργος Λαμπράκος, Η φάρμα της Εδέμ


-Θες το αρνί;
-Πόσο το δίνεις;
-Είκοσι.
-Πιο κάτω.
-Δεκαπέντε.
-Πιο κάτω.
-Δεν γίνεται πιο κάτω.
-Πιο κάτω, αλλιώς δεν το παίρνω.
-Δέκα. Τελευταία προσφορά.
-Πέντε. Μαζί με την τροφή του.
-Αδερφέ μου, με διαλύεις.
-Τι να κάνω; Έτσι είναι αυτά.
-Εντάξει. Αλλά τελευταία φορά!
-Ξέρεις καλά πως δεν θα ‘ναι η τελευταία φορά.
-Μιχάλη, είσαι αδίστακτος!
-Βαγγέλη, είμαι ιδιοκτήτης.

Ο Cain αφαίρεσε από τον προβατώνα του Abel το τελευταίο αρνί που του είχε απομείνει και το τοποθέτησε στο μεγάλο αγροτεμάχιο που καλλιεργούσε. Η επένδυση αποδείχτηκε χρυσοφόρα σε μεταχρήμα, αφού τα συγκεκριμένα αρνιά όχι μόνο έβγαζαν απεριόριστο μαλλί, αλλά και δεν πέθαιναν εύκολα, καθώς τα συνεχή παράπονα κάποιων κτηνοτρόφων προς τον Διαχειριστή είχαν οδηγήσει στην απαγόρευση της πτήσης αετών. Ο Cain πουλούσε το μαλλί σε διάφορους περαστικούς που το χρειάζονταν ή το κρατούσε, μια και δεν χαλούσε, για να το πουλήσει αργότερα και ακριβότερα σε περιόδους κακοκαιρίας. Τους τελευταίους μήνες, πάντως, αυτές οι περίοδοι έρχονταν όλο και αραιότερα, καθώς οι παίκτες στη «Φάρμα της Εδέμ», σε αυτό το νέο αμερικανικό διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων, όχι μόνο αυξάνονταν με γεωμετρικό ρυθμό, αλλά και περνούσαν περισσότερες ώρες ημερησίως μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή καλλιεργώντας εικονικά χωράφια, ανταλλάσσοντας εικονικά προϊόντα, αγοραπωλώντας εικονικά ζώα. Πώς να μη χαίρονται όλοι σε τούτη την αβαταρική Εδέμ, τόσο οι παίκτες, που σκέδαζαν απλόχερα τον χρόνο τους μακριά από τη σκιά που ρίχνει το δέντρο της Γνώσης, όσο και ο Διαχειριστής, που έβλεπε τα εικονικά του πλάσματα να αυξάνονται και να πληθύνονται; 

-Μιχάλη, θέλω λεφτά.
-Αν θες λεφτά, Βαγγέλη, πρέπει να τα αγοράσεις.
-Με τι λεφτά;
-Να πουλήσεις.
-Δεν μου ’χουν μείνει και πολλά. Μόνο το σπίτι.
-Και μια κότα.
-Εντάξει, και μια κότα.
-Πούλα το σπίτι.
-Ξέρεις ότι, αν πουλήσω το σπίτι, θα μείνω άστεγος.
-Και;
-Και θα βγω απ’ το παιχνίδι.
-Και;
-Δεν θέλω να βγω, γι’ αυτό πρέπει να με βοηθήσεις!
-Αν σε βοηθήσω, θα χάσω.
-Και τώρα που κερδίζεις, τι κερδίζεις;
-Ό,τι κέρδιζες κι εσύ παλιά.
-Αν δεν με βοηθήσεις, θα απευθυνθώ στον Διαχειριστή.
-Να απευθυνθείς όπου θες! Άσε με ήσυχο να παίξω!
-Καλά…

Οι παρακλήσεις του Abel προς τον Cain δεν έπιασαν ψηφιακό τόπο, έτσι ο Abel αποφάσισε να θυσιάσει και να παραδώσει στον Διαχειριστή την τελευταία κότα που είχε απομείνει στην ιδιοκτησία του, εκλιπαρώντας τον να του επιτρέψει να μείνει λίγο ακόμα στο παιχνίδι. Ο Abel έλαβε αμέσως θετική απάντηση από τον Διαχειριστή, που τον ευχαριστούσε για την ανοιχτόκαρδη –τηρουμένων των αναλογιών– θυσία και προσφορά, και όχι μόνο του έδωσε μεταχρήματα αντίστοιχης αξίας, αλλά του χάρισε και ένα αγροτεμάχιο με έναν υπερσύγχρονο στάβλο επειδή ο Abel είχε μαζέψει πολλούς πόντους εμπειρίας, ενώ είχε και υψηλό δείκτη συνεργατικότητας. Ο Cain, εκεί όπου καθόταν αμέριμνος και ατένιζε τις οπωροφόρες κτήσεις του γεμάτος υπερηφάνεια και αισιοδοξία, ελπίζοντας βαθιά μέσα του να βρεθεί σύντομα ο Abel στην ανάγκη να του πουλήσει κοψοχρονιά ακόμα και το σπίτι του, είδε έκπληκτος τον Abel να περιφέρεται στο νέο αγροτεμάχιό του και ελέω Διαχειριστή να εκτρέφει τα νέα του ζώα. Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα για τον Abel. Και πράγματι, δεν πήγαν.

-Ρε Βαγγέλη, πού τα βρήκες όλα αυτά;
-Μου τα χάρισε ο Διαχειριστής.
-Γιατί;
-Γιατί ο Διαχειριστής αγαπά τη θυσία.
-Τι είναι αυτά που λες; Μίλα καθαρά!
-Ήμουν φτωχός και δεν με βοήθησε ούτε καν ο αδερφός μου.
-Ήσουν φτωχός από βλακεία.
-Αν μου ’δινες έστω και λίγα, δεν θα γίνονταν όλα αυτά.
-Έτσι είναι ο κόσμος, Βαγγέλη: ο καθένας για τον εαυτό του και ο Διαχειριστής εναντίον όλων.
-Ο Διαχειριστής πήρε το μέρος του ανήμπορου, Μιχάλη.
-Ε, λοιπόν, θα του δώσω ένα καρπούζι για να μου χαρίσει κι εμένα κάτι.
-Μόνο ένα; Γιατί είσαι πάντα τόσο τσιφούτης;
-Ένα αρκεί.

Η τσιγκουνιά του Cain δεν είχε προηγούμενο, ούτε καν στην εύφορη «Φάρμα της Εδέμ». Ο Διαχειριστής απέρριψε την αλαζονική πρόταση του Cain και μάλιστα έστειλε δάκο για να καταστρέψει τις καλλιέργειές του. Όλη η προσπάθεια που κατέβαλε ο Μιχάλης για να διασώσει την περιουσία του Cain πήγε στράφι. Τώρα ο Cain άρχισε να περιφέρεται ανέστιος στη «Φάρμα της Εδέμ», ενώ τα παρατεταμένα παρακάλια του προς τα άλλα άβαταρ στην κεντρική αγορά για βοήθεια αλλά και προς την τράπεζα του Διαχειριστή για ένα δάνειο, έπεφταν ανελέητα στο κενό. Το κακό άρχισε να παραμονεύει σαν θηρίο στην πόρτα του μυαλού του Μιχάλη, γρυλίζοντας ότι ο φθόνος είναι ο αιώνιος βασιλιάς μεταξύ των επτά γνωστών –και των επτά χιλιάδων λιγότερο γνωστών– αμαρτημάτων. Η τελευταία απόπειρα του Cain να ζητήσει βοήθεια από τον εκ ρεύματος αδερφό του, τον Abel, θα έδειχνε αν η περίφημη αδερφοσύνη είχε γερές βάσεις ή αν ο διχασμός είχε επέλθει ανεπιστρεπτί. 

-Βαγγέλη, θέλω λεφτά.
-Αν θες λεφτά, Μιχάλη, πρέπει να τα αγοράσεις.
-Με τι λεφτά;
-Να πουλήσεις.
-Δεν μου έχει μείνει τίποτα να πουλήσω.
-Κι η ψυχή σου;
-Με κοροϊδεύεις; Δεν μπορώ να πουλήσω την ψυχή μου στην Εδέμ.
-Αν μπορούσες θα την πουλούσες.
-Έλα ρε Βαγγέλη, σε ικετεύω, θα κάνω ό,τι μου πεις.
-Δεν υπάρχει περίπτωση να σε βοηθήσω.
-Είμαι μεγαλύτερος. Μην το ξεχνάς!
-Φαντάσου πόσο καλύτερος είμαι από σένα…
-Ο Διαχειριστής θα με πετάξει έξω!
-Καλά θα σου κάνει.
-Βαγγέλη, θα μου το πληρώσεις!
-Τι θα κάνεις;
-Για δες…

Με μια μανιασμένη κίνηση, ο Μιχάλης τραβά το πληκτρολόγιο από τον υπολογιστή του και το ρίχνει σφαλιάρα στον Βαγγέλη που κάθεται δίπλα του στο ίδιο γραφείο. Αίμα αρχίζει να τρέχει από το μάτι του Βαγγέλη, αίμα που χύνει η βίαιη πράξη τού ίδιου του αίματός του, του ίδιου του αδερφού του. Το αίμα του Βαγγέλη δεν προλαβαίνει να στεγνώσει όσο βράζει το αίμα του Μιχάλη, ο οποίος δεν αργεί να ξηλώσει την οθόνη από τη βάση της και να του τη φορέσει κολάρο. Ο Βαγγέλης πέφτει στο πάτωμα κρατώντας το καθημαγμένο του κεφάλι και σφαδάζοντας από τους πόνους, ενόσω ο αδερφός του τον κοπανά νευρόσπαστα με την οθόνη, ώσπου του λιώνει τα δάχτυλα και μετά το κρανίο. Έκπτωτος μα βασιλιάς, ο Μιχάλης ενθρονίζεται στη θέση του νεκρού αδερφού και αρχίζει να χρησιμοποιεί το πληκτρολόγιό του. Μετά τον οριστικό αποκλεισμό του Cain από τη «Φάρμα της Εδέμ», ο Μιχάλης αναλαμβάνει να παίξει με το αδερφικό άβαταρ Abel. Με τους γονείς ξεκίνησαν τα προβλήματα των ανθρώπων, αλλά με τα αδέρφια ξεκίνησαν τα προβλήματα μεταξύ των ανθρώπων. Ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε δεν κρατήθηκε από το να μη σκοτώσει τον δεύτερο άνθρωπο που γεννήθηκε, σκέφτεται με θυμηδία ο Μιχάλης, που έχει μια ολόκληρη βδομάδα μπροστά του μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς τους, δηλαδή οι γονείς του, και σε αυτή τη χρονική περίοδο προλαβαίνει αφενός να ξεφορτωθεί το πτώμα δηλώνοντάς το ως ατύχημα σε ώρα παιχνιδιού, αφετέρου να εξαπλώσει ακόμα περισσότερο τη φάρμα του πηγαίνοντας δυτικά, όσο το δυνατόν πιο δυτικά της Εδέμ.

Ψηφιακός Νάρκισσος και άλλα διηγήματα Το διήγημα «Η φάρμα της Εδέμ» συμπεριλαμβάνεται στο νέο βιβλίο του Γιώργου Λαμπράκου Ψηφιακός Νάρκισσος και άλλα διηγήματα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Ο Γιώργος Λαμπράκος γεννήθηκε  στην Αθήνα το 1977.




Κώστας Παντιώρας, Το σορτς


Έχεις φιλήσει ποτέ σου τα τσακισμένα πόδια μιας πωλήτριας; Κάτω από το δέρμα της ταξιδεύει με οτοστόπ η κούραση δώδεκα ωρών κι είκοσι χρόνων. Γόνατα, μηροί και πέλματα. Γάμπες… μια στάση εδώ! Φύσηξες μήπως τη δροσερή πνοή σου πάνω απ’ τον σκυμμένο σβέρκο μιας «νυχούς»; Πλέξε τα μαλλιά της να φανούν οι σπόνδυλοι, χτένισέ τη στο ρεπό, κάποια Τετάρτη βράδυ του Ιούλη. Μόνο να κάτσετε έξω με μπύρες και καρπούζι και τασάκια … έξω να σκάει ο τζίτζικας και μέσα να παίζει η τηλεόραση ανοιχτή κι αδιάφορη, ίσα που να νομίσει το κορίτσι πως έχετε κόσμο, φίλους καλεσμένους, ίσως κάποιο πάρτι κι ακόμη ίσως μια κανονική ζωή.


Ρούχα της δουλειάς. Άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι. Ντυμένος σαν προσυλητιστής.


Έχεις ένα λεπτό να σου μιλήσω για τον Κύριο και Σωτήρα μας, τον Καπιταλισμό;


Πώς βρέθηκα εδώ, ούτε που το σχεδίασα. Έκπτωτος από το θρόνο της νεανικής φιλοδοξίας στην περίοδο των εκπτώσεων. Όρθιος δίπλα στο κατακόκκινο πανώ που αναγράφει τα ποσοστά … είκοσι τοις εκατό, πενήντα τοις εκατό, περάστε κόσμε! Περάστε να ασημώσετε την καταδίκη μας. Στέκομαι ακίνητος σιμά στο τζάμι, όμοιος κι αμίλητος με τις θλιμμένες κι ερμαφρόδιτες κούκλες της βιτρίνας. Οι κούκλες δεν έχουν φύλο. Πως θα μπορούσαν άλλωστε; Δεν αυξάνονται, δεν πληθύνονται. Κάνουν τη δουλειά για την οποία είναι προορισμένες και μόλις παλιώσουν, μόλις κιτρινίσουν ή χαλάσουν, σαν φύγει κάποιο χέρι και ξεχαρβαλωθεί θα πεταχτούν. Ύστερα κάποιος πλανόδιος φτωχοδιάβολος θα τις φορτώσει πάνω σ’ ένα τρίκυκλο που ξερνά ξοπίσω του μικρά σύννεφα καμένης βενζίνης. Θα ανηφορίσει την Πειραιώς. Προορισμός Μοναστηράκι. Η πολυεστερική σορός μιας κούκλας πάνω σε σωρό από χαρτόκουτα. Το παρακατιανό τρίκυκλο, ο κιλλίβαντας που της πρέπει. Αντίο με όλες τις τιποτένιες δόξες και τις ελεεινές τιμές…


Μια μέρα κι άλλη μια, άντε να βγει η βδομάδα. Μέσα στο κρανίο μου υπάρχουν παραλίες, παφλάζουν κύματα, ηχούν οι χαρμόσυνοι φλοίσβοι του θέρους.


– ο Εμπειρίκος αν ζούσε και μάθαινε ποτέ την ύπαρξή μου, εδώ θα μου ‘σφιγγε το χέρι ή θα με ‘φτυνε στα μούτρα –


Αγχωμένες γουλιές, αγχωμένες τζούρες. Όποιος αργεί στη δουλειά απολύεται. Μολοταύτα κάθε πρωί τη στήνω στην αρχή της Τσαμαδού. Τα πόδια μου μ’ έχουν εγκαταλείψει. Οδόστρωμα με κλίση. Προσμένω να περάσει κάποιο όμορφο κορίτσι να ανέβουμε αντάμα. Τ’ άρωμά της θα με τραβήξει σαν βίντσι, η πλάτη της σωστό τελεφερίκ!


Αποθήκη. Μουσική δωματίου, κονσέρτο για αποχέτευση και καζανάκι. Πάνω μου σε δαιδαλώδεις σχηματισμούς περνούν τα σκατά της πολυκατοικίας. Εδώ καταλήγει η ανάγκη των νοικοκυραίων, μαγείρεψαν κι έφαγαν συνταγές που βρήκαν στο διαδίκτυο. Τούτη τη στιγμή τα τακούνια μιας Μπέλα Χαντίντ χτυπούν στις πλάκες του πεζοδρομίου. Θα τρέξω στις σκάλες να τη δω να περνάει. Θα τρέξω μα δε βαστώ. «Μη χασομεράς, πιο γρήγορα!». Οι ωραιότερες γυναίκες ψωνίζουν δώρα για τους άνδρες τους. Μυρίζουν τη μπόχα της ευτυχίας. Τις εξυπηρετούν άλλες γυναίκες που δεν μπορούν να αγοράσουν τίποτα. Παραδοξότητα. Κιρσοί και φλεβίτιδα, το τατουάζ της εργατικής τάξης. Χιλιάδες βελόνες η ορθοστασία. Χρώμα μπλε βαθύ, μα όχι σαν της θάλασσας, χρώμα βάναυσο. Το Τζάνειο εφημερεύει, ουρλιάζουν οι σειρήνες στο μποτιλιάρισμα, λιώνουν τα ελαστικά στην πίσσα. Κάποιοι από εμάς πεθαίνουν. Πεθαίνουν στην άσφαλτο, στα επείγοντα, στο ράντζο. Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι μόνο.


Σε μισή ώρα σχολάω. Θα πετάξω από πάνω μου τα μονότονα ρούχα. Θα μείνω με το λερό εσώρουχο. Θα καταπιώ ζεσταμένο φαΐ. Αυτός είναι ο βίος μου. Τώρα πεθυμώ φρεσκάδα, λιγώνομαι για δροσιά φασκιωμένη μέσα σε τζιν σορτσάκια. Σαν τελειώσει η μέρα, ολόκληρος ο κάματός μου με οδηγεί σε μιαν αφελή ονειροπόληση της νυκτός … ένα κορίτσι κι ένα τόσο δα σορτς!






Το κείμενο του Κώστα Παντιώρα «Το σορτς» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ιστολόγιό του

Αφήνετε τα παιδιά σας να πλήττουν;


Ένα ανατρεπτικό κείμενο σε σχέση με όσα διαβάζουμε, με πάρα πολλές αλήθειες.
Οι γενιές του ’60 και του ‘70 έχουμε βιώσει την πλήξη στο πετσί μας, όταν ήμαστε παιδιά. Ιδίως τα καλοκαίρια, όταν το απομεσήμερο οι γονείς επέβαλαν σιωπητήριο σε όλα τα σπίτια και οι δρόμοι καμίνια, ήμασταν φυλακισμένοι στα δωμάτια μας και ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργά. «Βρείτε κάτι να κάνετε ήσυχα» μας έλεγαν και ήταν διαταγή.
Η ανία είναι ένα λεπτό θέμα. Σε προκαλεί να κάνεις κάτι αλλά δεν γνωρίζεις ούτε τι ακριβώς, ούτε πώς. Νοιώθεις νευρικότητα και λίγο φόβο. Μοιάζει επικίνδυνο και αιώνιο. Σαν να πρόκειται να σου κατασπαράξει όλο τον χρόνο και να καταλήξεις να περάσεις μια άδεια και κενή νοήματος ημέρα.
Στο τέλος δεν είχαμε άλλη επιλογή. Φτιάχναμε Legos, χτίζαμε σπίτια με τραπουλόχαρτα, ζωγραφίζαμε, αναγκαζόμαστε να ξεκινήσουμε ένα βιβλίο για να μην τρελαθούμε κοιτάζοντας το ρολόι, παίζαμε φανταστικές ιστορίες και σε λίγη ώρα η βαρεμάρα είχε διαλυθεί σαν ατμός στον πρωινό ήλιο, καθώς εμείς παραδινόμαστε στην έξαψη του παιχνιδιού ή στην πλοκή ενός μυθιστορήματος.
Με τα χρόνια αναγνωρίζω ότι θα ήμουν ένας διαφορετικός άνθρωπος αν δεν είχα ανακαλύψει τους δρόμους διαφυγής από την ανία. Δεν θα είχα μάθει να δοκιμάζω καινούργιες εμπειρίες, δεν θα είχα επιδιώξει να γνωρίσω διαφορετικούς ανθρώπους δεν θα αναζητούσα το νόημα στα πράγματα. Η ανία με δίδαξε ότι ο μόνος τρόπος να την ξεπεράσεις είναι να προχωρήσεις μέσα απ αυτή, μπροστά.
Παρακολούθησα το παιδί μου να περνά περιόδους πλήξης και να παλεύει να δραπετεύσει με τον λιγότερο κόπο. Εκλιπαρώντας για τηλεόραση, Nintendo, computer games και οτιδήποτε θα το γλύτωνε άμεσα από την παγίδα της ανίας. Άλλες φορές άντεχα, άλλες φορές υπέκυπτα από τύψεις που δεν είχε αδέλφια, που πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο και δεν είχε φίλους στην γειτονιά. Άλλες φορές άντεχα και της έλεγα να διαβάσει ένα βιβλίο κι άλλες πάλι την πήγαινα με το αυτοκίνητο στο σπίτι κάποιας συμμαθήτριας.
Παρόλο που γνώριζα μέσα μου ότι η πλήξη αποτελεί μια προσωπική πρόσκληση στην πρόκληση των δικών μας αναγκών και όχι των δασκάλων ή των γονέων, πολλές φορές υπερνικούσε ο φόβος πως το παιδί δεν θα τον βρει αυτόν τον δρόμο.
Δικαίως φοβόμαστε την ανία και τις αρνητικές της συνέπειες. Πολύς χρόνος και χρήμα , καθόλου στόχοι και πλήξη φτιάχνουν θανατηφόρο μείγμα. Στην προσπάθεια μας να σώσουμε τα παιδιά μας, τα γράφουμε στα σπορ και στα ατελείωτα μαθήματα πάσης φύσεως. Τους επιτρέπουμε απίστευτες ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης και ενασχόλησης με το PC.
Θα ήθελα να είχα αφήσει το παιδί μου να βαρεθεί τότε που ήταν μικρό ακόμη περισσότερο. Να νοιώσει την βαρεμάρα στο πετσί της σαν σπάνια προωθητική ενέργεια. Να μετανιώσει μόνη της, για τον χρόνο που ξοδεύτηκε στην TV και στις οργανωμένες δραστηριότητες. Γιατί στο τέλος μόνο αυτό έχουμε. Εάν δεν τολμήσουμε να φανταστούμε κάτι, δεν μπορούμε να το κάνουμε να υπάρξει στην πραγματικότητα της ζωής μας.
Η ζωή είναι αποτέλεσμα αυτών που έχουμε τολμήσει να φανταστούμε. Δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε τη φαντασία στα παιδιά μας. Μπορούμε όμως να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον όπου η δημιουργικότητα δεν είναι άλλη μια υποχρέωση μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια, αλλά ένα καλοδεχούμενο αποτέλεσμα της επιτυχημένης αντιμετώπισης της πλήξης.
Είναι η διαφορά που έχει να ζωγραφίζεις ενώνοντας τελείες με το να ζωγραφίζεις σ ένα λευκό χαρτί. Στην δεύτερη περίπτωση εσύ ο ίδιος πρέπει να βάλεις την πρώτη τελεία κι αυτό έχει ένα μικρό άγχος για το άγνωστο, γι αυτό που δεν είναι σε ασφαλές πλαίσιο. Έτσι όμως συμβαίνει στην πραγματική ζωή, δεν μπορείς να πας πολύ μακριά ενώνοντας τελείες.
Η πλήξη μπορεί να μας οδηγήσει στους καλύτερους εαυτούς μας
Όταν απαντούμε στην πρόκληση της πλήξης συμβαίνει κάτι μαγικό. Γεννιέται πάθος, Αναπτύσσονται ενδιαφέροντα. Το εσωτερικό απόθεμα δημιουργικής ενέργειας ενεργοποιείται – η ίδια πηγή που αργότερα μας οδηγεί σε μια ζωή με νόημα και ενδιαφέροντα.
Χωρίς αυτή την εσωτερική πηγή, η ανία μπορεί να σπρώξει τα παιδιά σε αυτοκαταστροφικές πράξεις, τυχαίες επιλογές που τους ξοδεύουν τη ζωή ή σε μια βαρεμάρα διαρκείας από την απουσία επαφής με την δική τους εσωτερική πηγή ενέργειας.

Εάν σωπάσουμε και αφουγκραστούμε για λίγο, μπορεί ν ακούσουμε το κάλεσμα πίσω από την πλήξη. Με την εξάσκηση μπορεί να αποκτήσουμε την απαραίτητη φαντασία ώστε να υψωθούμε από την κενότητα και να απαντήσουμε.
***Το άρθρο αυτό βασίστηκε σ ένα ανάλογο άρθρο της Nancy Blakey που κάπου, κάποτε είχα διαβάσει.
Η Nancy Blakey είναι Αμερικανίδα συγγραφέας και έχει τέσσερα παιδιά.

Ιφιγένεια Πανέτσου





Γονείς προσοχή, εσείς ενοχλείτε, όχι τα παιδιά σας


Όχι κυρία μου, όχι. Δεν μου φαίνονται χαριτωμένα τα παιδιά σου.
Σε σένα το λέω, μη κοιτάζεις αλλού. Σε σένα, που τα αφήνεις ελεύθερα να αλωνίζουν ανάμεσα στα τραπέζια της ταβέρνας και να σκούζουν μέσα στα αυτιά τα δικά μου και των άλλων θαμώνων.
Σε σένα, κύριέ μου, που τα ακολουθείς κιόλας βήμα βήμα όσο χαλάνε τον κόσμο από τις φωνές, καμαρωτός σαν γύφτικο σκεπάρνι, διότι «παιδιά είναι, δεν μπορείς να τα περιορίσεις».
Σας έχω νέα, λοιπόν. Μια χαρά μπορείς να τα περιορίσεις.
Η ταβέρνα δεν είναι το σαλόνι σου. Το καφέ δεν είναι το καθιστικό σου. Η παραλία δεν είναι η αυλή σου. Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά όλων των συνανθρώπων σου. Η ησυχία τους δεν είναι η φασαρία σου. «Εάν δεν σου αρέσουν τα παιδιά και είσαι μισάνθρωπος, υπάρχει λύση, να καθίσεις σπίτι σου», απαντάς όταν σου κάνουν παρατήρηση.
Και μόλις γυρίζεις από την άλλη, το διαβάζω στα χείλη σου μέσα από εκείνον τον καθρέφτη, με βρίζεις κι από πάνω: «Παράξενε, ξινέ, υστερικέ, παλιομαλάκα, κομπλεξικέ, ποιος ξέρει πόσο ξύλο έφαγες από τη μάνα σου, σίγουρα δεν μπορεί να κάνει παιδιά το μπάζο η γυναίκα σου, αν έχεις και γυναίκα δηλαδή, γιατί μάλλον θα κοιμάσαι μόνος σου με τη γάτα σου, τέτοιος γεροντοκόρος που είσαι».
Όχι, κυρία μου. Δεν κοιμάμαι μόνος μου με τη γάτα μου. Δεν έχω καν γάτα. Έχω παιδιά όπως κι εσείς, εξίσου χαριτωμένα, αλλά φροντίζω να μην τα κακομαθαίνω. Όταν βλέπω ότι ενοχλούν τους συνανθρώπους μου, τα συμμαζεύω και τα δασκαλεύω. Δεν τα αφήνω να παίζουν κυνηγητό στους διαδρόμους του ξενώνα στις 8 το πρωί. Τα μαλώνω όταν τρέχουν ανάμεσα στις ομπρέλες και κλωτσάνε άμμο στα μούτρα των ανυπεράσπιστων λουομένων. Ζητώ και συγγνώμη όποτε χρειαστεί.
Διδάσκω στα παιδιά μου, ότι ο καλός πολίτης σέβεται πάνω απ’όλα τον διπλανό του. Όταν τα δω να εκτροχιάζονται, τρέχω και τα επαναφέρω στην τάξη. Δεν τους επιτρέπω να χαλάνε τον κόσμο στις 11 το βράδυ στην πυλωτή της πολυκατοικίας. Δεν τα αφήνω να πειράζουν τα αδέσποτα ζωάκια. Δεν καμαρώνω όταν αρχίζουν καυγάδες με άλλα παιδάκια. Τους θυμίζω ξανά και ξανά, ότι η ζωή έχει κανόνες.
Γι’αυτό σας λέω, αφήστε για λίγο στην άκρη το κινητό σας, ανοίξτε τα μάτια σας να δείτε τι γίνεται γύρω σας και χρησιμοποιήστε το μυαλό σας για να σκεφτείτε. Ο κόσμος δεν είναι τσιφλίκι δικό σας και των παιδιών σας. Ενοχλείτε. Εσείς ενοχλείτε, όχι τα παιδιά σας. Τα παιδιά φέρονται με τον τρόπο που μαθαίνουν από το σπίτι τους.
Οι γονείς είναι αυτοί που ανάβουν το τσιγάρο εκεί όπου απαγορεύεται, οι γονείς παρκάρουν στη θέση των αναπήρων, οι γονείς φωνασκούν και βρίζουν, οι γονείς χαλάνε τη ζαχαρένια των άλλων με τάβλι και ρακέτες και μουσική στη διαπασών, οι γονείς είναι που κάνουν τα παιδιά σαν τα μούτρα τους.
Τα παιδιά δεν είναι κακομαθημένα. Τα παιδιά είναι αξιαγάπητα και χαριτωμένα, μέσα στην άγνοια και την αθωότητά τους. Οι κακομαθημένοι είναι οι γονείς.
Γράφει ο Γερ. Ο. Παράξενος






Paul Watzlawick, «Φτιάξε τη δυστυχία σου μόνος σου»


Στην εφημερίδα, το ωροσκόπιό σας σάς προειδοποιεί (μαζί με άλλα τριακόσια εκατομμύρια πρόσωπα που γεννήθηκαν κάτω από τον ίδιο αστερισμό), για την πιθανότητα ενός ατυχήματος.

Και πράγματι, γλιστράτε και χτυπάτε. Ήταν να το περιμένετε! Σε τελευταία ανάλυση, η αστρολογία δεν λέει μπούρδες...

Αλλά είναι όντως έτσι; Παίρνετε όρκο ότι θα πέφτατε ακόμα κι αν δεν είχατε διαβάσει αυτή την πρόβλεψη; Ή αν δεν πιστεύατε καθόλου στην αστρολογία;

Δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν να απαντήσουμε σ’ αυτή την ερώτηση εκ των υστέρων.

Ο φιλόσοφος Καρλ Πόππερ έχει αναπτύξει την ενδιαφέρουσα ιδέα ότι – για να απλοποιήσουμε λιγάκι- οι ενέργειες του Οιδίποδα για να αποφύγει την πραγματοποίηση της φρικτής προφητείας, είναι αυτές ακριβώς που οδήγησαν στην μοιραία επιβεβαίωση του χρησμού. Βλέπουμε εδώ μια άλλη δυνατή εφαρμογή της συμπεριφοράς αποφυγής: κάτω από κάποιες συνθήκες, μπορεί να οδηγήσει εκεί ακριβώς απ’ όπου είχε σκοπό να ξεφύγει.

Ποιες είναι αυτές οι συνθήκες;

Πρώτον, χρειάζεται μία πρόβλεψη, με την πλατειά έννοια του όρου, δηλαδή: αναμονή, ανησυχία και πίστη ή έστω υποψία ότι τα γεγονότα θα ακολουθήσουν μία συγκεκριμένη ροή. Δεν έχει καμία σημασία αν αυτή η προσμονή θα δημιουργηθεί μέσα μας από πεποιθήσεις που μας μεταδόθηκαν από άλλους, ή εάν θα είναι προϊόν αυθυποβολής.

Δεύτερον, η προσμονή αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν μία απλή πιθανότητα, αλλά σαν μία έγκυρη αναγγελία ενός σίγουρου γεγονότος που απαιτεί μια άμεση συμπεριφορά αποφυγής.

Τρίτον, αυτή η τελευταία υπόθεση θα είναι τόσο πιο προφανής όσο θα την συμμερίζεται ο πολύς κόσμος και θα είναι τόσο πιο πιστευτή όσο περισσότερο θα είναι σε αρμονία με την κοινή λογική, τους κοινωνικούς κανόνες και τις εμπειρίες του παρελθόντος. Π.χ., αρκεί να εδραιώσουμε μέσα μας την πεποίθηση – άσχετα αν είναι δικαιολογημένη ή παράλογη – ότι οι άνθρωποι γύρω μας κουτσομπολεύουν και μας κοροϊδεύουν πίσω απ’ την πλάτη μας.

Με βάση αυτά τα.. «γεγονότα» η κοινή λογική θα μας επιβάλλει να δυσπιστούμε πλέον με τους ανθρώπους.

Και, εφ’ όσον καμουφλάρουν τις ενέργειές τους κάτω από ένα λεπτό πέπλο, θα λάβουμε τα μέτρα μας και θα τους παρατηρούμε προσεκτικά, δίνοντας «σημασία στη λεπτομέρεια».

Με τέτοιες αφετηρίες, είναι μόνο ζήτημα χρόνου να τους τσακώσουμε μια μέρα να ψιθυρίζουν, να πνίγουν μικρά γελάκια, να κλείνουν το μάτι ο ένας στον άλλο και να κουνούν συνωμοτικά τα κεφάλια τους.

Η προφητεία θα έχει πραγματοποιηθεί και θα μπορούμε να φωνάζουμε θριαμβευτικά όσο και πικρά: «Το ήξερα εγώ»!

Η επιτυχία είναι εγγυημένη, στο βαθμό που καταφέρνουμε να αγνοούμε τελείως τη δικιά μας συμβολή στην εξέλιξη της κατάστασης αυτής.

[..]

Όταν αυτό το παιχνίδι των διαπροσωπικών σχέσεων συνεχιστεί για αρκετό καιρό θα είναι πια αδύνατο (κι άλλωστε χωρίς σημασία), να εντοπίσουμε ποιος το ξεκίνησε: ήταν άραγε η καχύποπτη συμπεριφορά μας, (που έφτανε στα όρια της γελοιότητας), που «τσίγκλισε» τους γύρω μας, ή μήπως ήταν η συμπεριφορά τους που ξύπνησε τις υποψίες μας;

Αυτές οι προβλέψεις που πραγματοποιούνται, διαθέτουν μια αληθινά μαγική δύναμη για να δημιουργούν μια «πραγματικότητα» και, γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικές για τον σκοπό μας.

Έχουν επίλεκτη θέση στο οπλοστάσιο όλων αυτών που κυνηγούν τη δυστυχία, είτε σε καθαρά ατομικό επίπεδο, είτε σε κοινωνικό – συνολικό.

Η ιστορία δείχνει, για παράδειγμα, πως όταν οι εθνικές ή κοινωνικές μειοψηφίες δεν μπορούν, στα πλαίσια μίας απαγορευτικής κοινωνίας, να ασχοληθούν με «νόμιμες» δραστηριότητες (γεωργία, βιοτεχνία, κλπ) επειδή η πλειοψηφία τους θεωρεί πολίτες β’ κατηγορίας, τεμπέληδες, πλεονέκτες, και, προ πάντων, «διαφορετικούς», θα προσαρμοστούν και θα εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους δουλεύοντας σαν ρακοσυλλέκτες, τοκογλύφοι, λαθρέμποροι, κλπ.

Μ’ αυτές τις δραστηριότητες, γίνονται τα αποβράσματα της «καλής κοινωνίας», που φυσικά, έχει όλα τα δίκαια όταν τους κρατάει στο περιθώριο!

Όσο περισσότερα απαγορευτικά σήματα βάλει στους δρόμους η τροχαία, τόσες παραβάσεις θα γίνουν κι αυτό θα δικαιολογήσει τη λήψη περισσότερων ακόμα απαγορευτικών μέτρων, αφού οι οδηγοί είναι τόσο κακοί. [...]

Όσο θα αυξάνουν οι φόροι για να καλύψουν την φοροδιαφυγή (είτε αυτή είναι αληθινή είτε φανταστική), τόσοι περισσότεροι τίμιοι πολίτες θα γίνονται φοροφυγάδες. Κάθε πρόβλεψη για μελλοντική έλλειψη (σωστή ή όχι) ενός καταναλωτικού αγαθού, παρασύρει τις νοικοκυρές να αγοράσουν τόσα αποθέματα, ώστε στο τέλος να δημιουργηθεί όντως η έλλειψη που είχε προαναγγελθεί. Η πρόβλεψη κάθε γεγονότος έχει ένα τελικό αποτέλεσμα: αυτό ακριβώς που είχε προβλεφθεί.

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι, όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, να πεισθούμε ή ν’ αφήσουμε να μας πείσουν για ένα αναπόφευκτο μελλοντικό γεγονός και να θεωρήσουμε ότι η πραγματοποίησή του είναι ανεξάρτητη από τη θέλησή μας. (Γι’ αυτό, ίσως, οι πνευματιστικές συγκεντρώσεις με μέντιουμ αποτυγχάνουν όταν παρευρίσκεται ένας άπιστος.)

Σαν νέοι Οιδίποδες, μπορούμε να πετύχουμε με σιγουριά το αποτέλεσμα που θέλαμε να αποφύγουμε.



Paul Watzlawick, «Φτιάξε τη δυστυχία σου μόνος σου» – απόσπασμα

Ο Πολ Βατσλάβικ (25 Ιουλίου 1921-31 Μαρτίου 2007) ήταν Αυστροαμερικανός οικογενειακός σύμβουλος, ψυχολόγος, θεωρητικός της επικοινωνίας και φιλόσοφος. Πίστευε ότι οι άνθρωποι δημιουργούν τον δικό τους πόνο προσπαθώντας να διορθώσουν τα συναισθηματικά τους προβλήματα. Ήταν ένα από τα πιο σημαίνοντα πρόσωπα στο Ινστιτούτο Ψυχικής Έρευνας του Πάλο Άλτο στην Καλιφόρνια, όπου έζησε και εργάστηκε.





Εξυπερύ: Αυτά που έχουν αξία


- Καλημέρα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Καλημέρα, είπε ο κλειδούχος του σιδηροδρομικού σταθμού.
- Τι κάνεις εδώ; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Ξεχωρίζω τους επιβάτες σε δέματα των χιλίων, είπε ο κλειδούχος. Στέλνω τα τρένα που τους μεταφέρουν, άλλοτε προς τα δεξιά και άλλοτε προς τα αριστερά. Και μια φωτισμένη ταχεία αμαξοστοιχία, βροντώντας όπως το μπουμπουνητό, τράνταξε την καμπίνα του κλειδούχου.
- Είναι πολύ βιαστικοί, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι ψάχνουν; - Αυτό δεν το ξέρει ούτε ο άνθρωπος της ατμομηχανής, είπε ο κλειδούχος. Μια δεύτερη φωτισμένη ταχεία βρόντηξε σε αντίθετη κατεύθυνση.
- Επιστρέφουν κιόλας; Ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- Δεν είναι οι ίδιοι, είπε ο κλειδούχος. Είναι μια ανταλλαγή. Άλλοι πάνε, άλλοι έρχονται. - Δεν ήταν ευχαριστημένοι εκεί που βρίσκονταν; - Κανείς δεν είναι ποτέ ευτυχισμένος εκεί που βρίσκεται, είπε ο κλειδούχος. Και βρόντηξε το μπουμπουνητό μιας τρίτης φωτισμένης ταχείας.
- Κυνηγούν τους πρώτους ταξιδιώτες; Ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- Δεν κυνηγούν τίποτα απολύτως, είπε ο κλειδούχος. Κοιμούνται μέσα εκεί ή χασμουριούνται. Μόνο τα παιδιά πατικώνουν τις μύτες τους στα τζάμια.
- Μόνο τα παιδιά γνωρίζουν τι ζητούν, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Χάνουν χρόνο για μια κούκλα από κουρέλια και αυτή γίνεται πολύ σημαντική, κι αν τους την αρπάξεις, κλαίνε...
- Είναι τυχερά, είπε ο κλειδούχος.
- Καλημέρα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Καλημέρα, είπε ο έμπορος. Ήταν ένας έμπορος τελειοποιημένων χαπιών που καταπραΰνουν τη δίψα. Καταπίνει κανείς ένα την εβδομάδα και δεν αισθάνεται πια την ανάγκη να πιει.
- Γιατί τα πουλάς αυτά; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Γιατί είναι μεγάλη εξοικονόμηση χρόνου, είπε ο έμπορος. Οι ειδήμονες έκαναν υπολογισμούς. Εξοικονομούν πενήντα τρία λεπτά της εβδομάδα.
- Και τι κάνεις με αυτά τα πενήντα τρία λεπτά;
- Κάνεις ό, τι θέλεις...
«Εγώ» μονολόγησε ο μικρός πρίγκιπας, «αν είχα στη διάθεσή μου πενήντα τρία λεπτά να ξοδέψω, θα κατευθυνόμουν με το πάσο μου σε μια πηγή...».

Ο Αντουάν Ντε Σαιντ - Εξυπερύ (29 Ιουνίου 1900 - 31 Ιουλίου 1944) ήταν Γάλλος συγραφέας. Γεννήθηκε στη Γαλλία το 1900 από αριστοκρατική οικογένεια. Στα 26 του χρόνια γίνεται πιλότος και μάλιστα από τους πρωτοπόρους των υπερατλαντικών πτήσεων. Το 1936 παίρνει μέρος στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και αργότερα κατατάσσεται στην αμερικανική αεροπορία σαν πιλότος καταδιωκτικού. Από τη γεμάτη περιπέτειες ζωή του γεννήθηκαν τα κλασικά πια βιβλία του: Γη των ανθρώπων, Πιλότος πολέμου, Νυχτερινή πτήση. Ο Μικρός Πρίγκιπας, το πιο γνωστό του βιβλίο, πρωτοεκδόθηκε στην Αμερική το 1940, όπου είχε καταφύγει ο Εξυπερύ όταν κατέρρευσε το γαλλικό μέτωπο. Έχει μεταφραστεί σε 250 γλώσσες και είναι το τρίτο σε πωλήσεις βιβλίο στην παγκόσμια ιστορία, μετά απ’ τη Βίβλο και το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ. Ο Σαιντ Εξυπερύ εξαφανίστηκε με το αεροπλάνο του το 1944, ανοιχτά της Κορσικής.






Πηγή: doctv.gr

Ένα μικρό παιδάκι κάηκε


Στις 23 Νοεμβρίου, ένα τετράχρονο Ελληνόπουλο στη Λάρισα υπέστη σοβαρά εγκαύματα όταν η φωτιά που είχε ανάψει η γιαγιά του για να ζεσταθούν έφυγε από τον έλεγχό της και το σπίτι πήρε φωτιά. Το παιδάκι νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Η οικογένεια που αποτελούνταν από τη μητέρα, τρια ανήλικα και τους παπούδες, ζούσε στα όρια της φτώχιας, με τη στήριξη των τοπικών κοινωνικών υπηρεσιών.

Ακριβώς εικοσιτέσσερις ώρες μετά, στον προσφυγικό καταυλισμό της Λέσβου ένα εξάχρονο προσφυγόπουλο έχασε τη ζωή του από την έκρηξη που προκλήθηκε όταν η γιαγιά του άναψε το γκάζι για να ζεσταθούν. Η οικογένεια αποτελούνταν από τη μητέρα, δύο ανήλικα παιδιά και τη γιαγιά τους οι οποίοι ζούσαν στον προσφυγικό καταυλισμό εδώ και τέσσερις μήνες με τη στήριξη των τοπικών κοινωνικών και εθελοντικών υπηρεσιών.

Τα δύο γεγονότα θα μπορούσαν να συνοψιστούν και στην εξής μια πρόταση: τον Νοέμβριο του 2016, στην Ελλάδα, δύο παιδάκια έχασαν τη ζωή τους από πυρκαγιές που ξέσπασαν επειδή ήταν ο μόνος τρόπος να ζεσταθούν.
Δεν έχει καμία σημασία ποια ήταν αυτά τα παιδάκια. Δεν έχει καμία σημασία από πού έρχονταν, σε ποια εθνικότητα και θρησκεία ανήκαν ή τι χρώμα είχε το δέρμα τους.

Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το 2016, σε μια χώρα που στολίζει τους δρόμους με χριστουγεννιάτικα στολίδια από τις αρχές του Νοέμβρη, σε μια Ευρώπη που έχει αγωνιστεί για τις ανθρωπιστικές αξίες και τα δικαιώματα ενηλικων και ανήλικων πολιτών, δύο παιδιά καίγονται γιατί δεν μπορεί να τους διασφαλίσει κανείς την πρόσβαση στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα: της στέγασης, της τροφής, της θέρμανσης, της ασφάλειας.

Αυτά τα δύο γεγονότα, που συνέβησαν με διαφορά λίγων ωρών, είναι ένα ηχηρό χαστούκι στο πρόσωπο κάθε πολίτη αυτής της χώρας, κάθε πολίτη αυτής της ηπείρου. Γιατί μας δείχνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι το πρόβλημα δεν είναι η προσφυγιά και η μετανάστευση. Το πρόβλημα δε θα λυθεί αν κάποιοι μείνουν στον τόπο τους και δεν επιβαρύνουν τους άλλους με την παρουσία τους. Το πρόβλημα υπάρχει, είναι το ίδιο απλά εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους.

Στη Συρία εκφράζεται με έναν άδικο και απάνθρωπο πόλεμο (λες και μπορεί να είναι κάτι άλλο ένας πόλεμος!). Στην Ελλάδα εκφράζεται με την αγωνία των ανθρώπων να επιβιώσουν και να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους τα βασικά αγαθά για την επιβίωση. Στη Βρετανία εκφράζεται με την αδιαφορία των νέων ανθρώπων για τη συλλογική εξέλιξη. Μια αδιαφορία που ξεκινάει από τη λογική «δουλεύω σαν το σκυλί για πενταροδεκάρες και δεν υπάρχει κανένα φως μπροστά, στάχτη και μπούρμπερη όλα» και που εν μερει οδήγησε στο Brexit. Στην Αμερική εκφράζεται με την άνοδο του Τραμπ στο προεδρικό αξίωμα.

Το πρόβλημα είναι ότι η Δύση μοιάζει τελικά να είναι όντως η δύση. Η δύση του πολιτισμού, της ανθρωπιάς, της αγάπης. Η δύση της αλληλεγγύης και της συμπαράστασης. Η δύση της κοινής λογικής που λέει ότι όχι, δε μπορεί να παιδιά να πεινάνε, να καίγονται, να μένουν απροστάτευτα. Ότι δε μπορεί οι οικογένειες που βρέθηκαν σε δυσμένεια, όποιος κι αν είναι ο λόγος – πόλεμος, ανεργία, θάνατος, διαζύγιο – να αφήνονται στο έλεος της μοίρας τους. Η δύση της ανθρώπινης υπόστασης που δέχεται σαν φυσικό μωρά να καίγονται, μητέρες να μη μπορούν να συντηρήσουν τα παιδιά τους, άνδρες να αυτοκτονούν λόγω χρεών, σε μια ήπειρο που στολίζεται και ετοιμάζεται για τα Χριστούγεννα δύο μήνες πριν.

Συνηθίσαμε αυτήν την τεράστια αντίφαση και σε λίγο θα μας φαίνεται φυσιολογική, αν δεν έχει γίνει ήδη. Αυτό νεκρώνει το μυαλό μας, μα το χειρότερο είναι ότι νεκρώνει τη συνείδησή μας και τίποτα πια δεν κάνουμε. Όσο αφορά τους άλλους, είμαστε εντάξει. Εμείς άλλωστε τα κουτσοκαταφέρνουμε, σωστά;

Δυστυχώς, δεν είναι έτσι. Δεν είναι καθόλου έτσι. «Ότι ακούς στη γειτονιά σου, γρήγορα και στη γωνιά σου» λέει η σοφή παροιμία. Το γεγονός με τα δυο παιδάκια είναι η τρανταχτή απόδειξη ότι πρέπει να ξυπνήσουμε. Τώρα. Όχι αύριο. Τώρα.

Ο φασισμός και ο εθνικισμός δεν είναι η λύση. Η εσωστρέφεια δεν είναι λύση. Έχουμε στα χέρια μας ισχυρά όπλα, όπλα που γενιές ολόκληρες κατέκτησαν ή έχτισαν πριν από μας και μας τα παρέδωσαν με ευλάβεια: τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις επιστήμες, την τεχνολογία, τις πανανθρώπινες αξίες όπως είναι η αλληλεγγύη, η συμπαράσταση, ο σεβασμός. Ας μην είναι η δική μας γενιά που θα κάνει το βήμα προς τα πίσω.

Μπορούμε να νοιαστούμε πρώτα για τον γείτονά μας, αν πεινάει, αν έχει γάλα για τα παιδιά του. Για τη φίλη μας που κακοποιείται από τον άνδρα της. Για το συμμαθητή του γιου μας στο σχολείο που έχει τρύπια παπούτσια. Να βάλουμε δύο μήλα στην τσάντα του παιδιού μας και να του ζητήσουμε να το δώσει σε κάποιο παιδάκι που δεν έχει φέρει τίποτα. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τα μικρά, είναι καλύτερα από το τίποτα. Μόνο έτσι θα φτάσουμε στα μεγάλα. Στο να διεκδικήσουμε απαντήσεις και να απαιτήσουμε λύσεις συλλογικά και με ευθύνη.

Ακόμα όμως κι αν δεν τα καταφέρουμε να φτάσουμε στα μεγάλα, ο ύπνος μας θα είναι πιο ελαφρύς το βράδυ γιατί κι εμείς θα έχουμε βοηθήσει να μη καεί άλλο παιδάκι στον ύπνο του. Ελληνάκι ή προσφυγάκι. Γιατί θα μας έχει μείνει τουλάχιστον η ικανοποίηση και η πληρότητα του ανθρώπου που έκανε το χρέος του, όσο μπορούσε και όπως μπορούσε. Γιατί, παραφράζοντας τον Καζαντζάκη, «εμείς, εμείς μονάχοι μας έχουμε χρέος να σώσουμε τη γης. Αν δε σωθεί, εμείς θα φταίμε.»
Γράφει η  Χαρά Ντάτση





Εις το όνομα του πατρός, της μητρός -και της γάτας


Δυο ταινίες και μια γάτα
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο άνθρωπος, αν είναι τυχερός, ζει τρεις περιόδους -σχεδόν ισόχρονες.
Στην πρώτη είναι το παιδί κάποιων.
Στη δεύτερη συνεχίζει να είναι το παιδί κάποιων, αλλά είναι και γονιός κάποιων.
Στη τρίτη είναι μόνο ο γονιός κάποιων.
Ως παιδί, ειδικά από την εφηβεία και μετά, συγκρούεται με όλα αυτά που αντιπροσωπεύουν οι γονείς του.
«Οι γονείς μου δεν μπορούν να με καταλάβουν», λέει. Κι όλοι οι συνομήλικοι συμφωνούν.
Αυτή είναι η πρώτη ταινία.
~
Όταν βγήκε στις αίθουσες το «Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει το βράδυ», του Στάνλεϊ Κράμερ, προκάλεσε μεγάλη αναταραχή. Αιτία ήταν ο διαφυλετικός γάμος, ανάμεσα στον μαύρο Σίντεϊ Πουατιέ και τη λευκή κόρη των Χέρμπορν-Σπένσερ.
Οι δύο λευκοί γονείς, παρότι φιλελεύθεροι, σοκάρονται με την επιλογή της κόρης τους. Το ίδιο παθαίνουν και οι γονείς του Πουατιέ, που δεν ήξεραν ότι η αγαπημένη του γιου τους είναι λευκή.
Αυτά συνέβησαν το 1967. Εγώ είδα την ταινία το 1992, όταν ήμουν 17 χρονών. Δεν έδωσα τόση σημασία στον διαφυλετικό γάμο, όσο σε μια άλλη σκηνή, που με άγγιξε περισσότερο.
Κάποια στιγμή ο ταχυδρόμος πατέρας του δικηγόρου Πουατιέ του λέει:
«Ξέρεις πόσα χιλιόμετρα περπάτησα για να σπουδάσεις, για να γίνεις δικηγόρος;»
«Δεν με νοιάζει», του απαντάει ο γιος. «Ήταν υποχρέωση σου να περπατήσεις τόσα χιλιόμετρα. Κι άλλα τόσα. Απ’ τη στιγμή που αποφασίσατε να κάνετε παιδί, εμένα, ήσασταν υποχρεωμένοι να δώσετε τα πάντα. Εγώ δεν έχω καμία υποχρέωση απέναντι σας, μόνο εσείς.»
Με δυσκολία κρατήθηκα τότε να μη σηκωθώ απ’ την καρέκλα για να χειροκροτήσω.
Ήμουν ο γιος κάποιων ανθρώπων, κι αυτοί μου όφειλαν τα πάντα.
Έτσι σκεφτόμουν. Κάποια στιγμή έφυγα απ’ το σπίτι, έκανα ό,τι ήθελα κι ό,τι μπορούσα να κάνω. Κάθε τόσο -ειδικά όταν αποτύγχανα σε κάτι- κατηγορούσα τους γονείς μου, που δεν μου έδωσαν όσα μου άξιζαν, που δεν περπάτησαν περισσότερα χιλιόμετρα για μένα.
Οι γονείς πάντα φταίνε, όσο είσαι ακόμα το παιδί -και μόνο.
Νομίζεις ότι δεν μπορούν να σε καταλάβουν, αλλά στην πραγματικότητα εσύ δεν μπορείς να τους καταλάβεις. Γιατί εκείνοι έχουν υπάρξει και παιδιά κάποιων άλλων, έχουν κατηγορήσει κι εκείνοι τους γονείς τους για όσα δεν κατάφεραν.
Έχουν υπάρξει παιδιά κι έπειτα έγιναν γονείς. Εσύ είσαι ακόμα το παιδί.
Μετά μεγαλώνεις. Κι αρχίζει η δεύτερη ταινία.
~~
Χθες έτυχε να ξαναδώ τον Ντάνιελ Ντέι Λούις, σε μια απ’ τις καλύτερες ερμηνείες του, στην ταινία του Σέρινταν «Εις το όνομα του πατρός».
Την πρώτη μέρα που ο πατέρας κι ο γιος βρίσκονται στο ίδιο κελί, άδικα φυλακισμένοι για μια βομβιστική επίθεση που δεν έκαναν, ο γιος ξεσπάει στον πατέρα.
«Πάντα με ακολουθούσες», του λέει, «να δεις τι κάνω λάθος. Κι όταν κέρδισα το μετάλλιο, με ρώτησες αν έκανα φάουλ. Ναι, είχα κάνει φάουλ, αλλά κερδίσαμε τον αγώνα. Τι σημασία είχε που έκανα φάουλ; Αλλά εσύ με ακολουθούσες, με ρωτούσες: Έκανες φάουλ; Από τότε προσπάθησα να κάνω πάντα λάθος, για να σου αποδείξω ότι είμαι άχρηστος, έτσι όπως ήθελες να είμαι.»
Ο Ντάνιελ Ντέι Λούις ξεσπάει, γελάει, κοροϊδεύει, παίρνει ναρκωτικά, κάνει παρέα με τον τρομοκράτη του ΙΡΑ. Κι ο άρρωστος πατέρας, φυλακισμένος κι εκείνος, κάνει υπομονή, τον περιμένει, τον βοηθάει, κλαίει για τον γιο του.
Μέχρι που πεθαίνει.
Την πρώτη φορά που είδα την ταινία δεν είχα γιο. Είχα ταυτιστεί με τον αδικημένο Τζέρι. Τώρα, χθες που την ξαναείδα, αντιλήφθηκα το μαρτύριο του πατέρα, όταν το παιδί του έλεγε: «Βοήθησέ με», κι εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Πλέον δεν σκέφτομαι ως ο γιος κάποιων ανθρώπων, δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Πλέον είμαι ο πατέρας ενός ανθρώπου. Κι αυτό είναι πιο σημαντικό. Εκεί εμπλέκεται η γάτα.
~~
Είχαμε βρει με τη Νέλλη ένα δωματιάκι στην ύπαιθρο της Νάξου. Δεν μας ένοιαζαν οι ανέσεις, ο έρωτας μας ήταν πολύ μεγάλος για να χωρέσει κάπου. Ο άνθρωπος που ζούσε στο διπλανό δωμάτιο, εργαζόμενος κι εκείνος, είχε ένα μικρό γατί. Τη μάνα-γάτα την είχε πατήσει αυτοκίνητο.
Η Ριταμάιρα ήταν ακόμα μωρό και δεν είχε θηλάσει. Ο Αλέξανδρος την τάιζε με το μπιμπερό, αλλά εκείνη έψαχνε για περισσότερα από φαΐ. Τα βράδια, όταν έκανε πολλή ζέστη κι αφήναμε την πόρτα ανοιχτή, η Ριταμάιρα ερχόταν στο κρεβάτι μας για να θηλάσει. Χωνόταν στη μασχάλη μου, στο γόνατο, στο βυζί, και ρουφούσε ιδρώτα, πατώντας με τις άνυχες πατούσες της.
Εμείς φύγαμε απ’ το νησί, αλλά το επόμενο καλοκαίρι που συναντήσαμε τον Αλέξανδρο τον ρωτήσαμε για τη Ριταμάιρα.
«Είναι παράξενο», είπε εκείνος. «Συνέχιζε να έρχεται και να προσπαθεί να θηλάσει τον ιδρώτα μου ακόμα κι όταν μεγάλωσε. Την έδιωχνα, γιατί είχε δόντια και νύχια, αλλά εκείνη συνέχιζε. Μετά, σταμάτησε.»
«Γιατί;»
«Έκανε γατάκια. Μόλις γέννησε και ξεκίνησε να δίνει γάλα στα μωρά της, τότε σταμάτησε και να ‘ρχεται πάνω μου για να θηλάσει.»
Η Ριταμάιρα, το γατί, δεν είχε προλάβει να θηλάσει. Αναπλήρωνε το κενό στις μασχάλες των ανθρώπων. Αλλά μόλις έγινε μητέρα όλα άλλαξαν.
~~
Την τρίτη ταινία, να είμαι μόνο γονιός χωρίς γονείς, δεν την έχω δει ακόμα. Αλλά μου μίλησε γι’ αυτό ένας φίλος που ήρθε απ’ τον Παράδεισο (χωριό στον Νέστο) για να πιούμε καφέ.
«Πάντα είχα θέματα με τη μάνα μου», μου είπε βάζοντας ζάχαρη στον διπλό εσπρέσο. «Ακόμα και στο νεκροκρέβατο, λίγο πριν φύγει, δεν μιλούσε. Μόνο τότε, μας το είπε ο γιατρός, κατάλαβα τι έκανε, μας το είπε ο γιατρός: Υπέφερε, πονούσε, αλλά δεν ήθελε να μας επιβαρύνει με τον πόνο της, δεν ήθελε να μας βαρύνει με τα δικά της προβλήματα, με τον θάνατο της.»
Και σαν τα είπε αυτά βγήκε έξω να κάνει ένα τσιγάρο.
~~
Αυτή η ακολουθία, αυτές οι τρεις ταινίες, μοιάζει να είναι παγκόσμια προβολή για όλους τους ανθρώπους -ίσως και για τα υπόλοιπα ζώα.
Στην αρχή είσαι το παιδί κι όλος ο κόσμος φταίει για ό,τι κακό σου συμβαίνει. Για τα ελαττώματα σου και για τις αποτυχίες σου κατηγορείς τους γονείς σου, που δεν περπάτησαν αρκετά χιλιόμετρα για σένα. Οι επιτυχίες σου και τα προτερήματά σου είναι δικές σου κατακτήσεις.
Μετά, μόλις αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι ίσως οι γονείς σου είχαν δίκιο για κάποια θέματα, αποκτάς ένα παιδί (έφηβο) που είναι σίγουρος ότι έχεις άδικο -σε όλα. Κι ενώ προσπαθείς να το βοηθήσεις καταλαβαίνεις ότι δεν ορίζεις τη μοίρα του, τη ζωή του.
Και λίγο πριν ευχαριστήσεις τους γονείς σου, για όσα έκαναν, καλά και άσχημα, πολλά και λίγα, τους χάνεις.
~~
Ας μην είμαστε θλιμμένοι κλόουν. Υπάρχει και τέταρτη ταινία. Να ταΐζεις τα εγγόνια σου παγωτά, πατατάκια κι ό,τι άλλο ανθυγιεινό σου βρεθεί και να γελάς με τα άγχη των παιδιών σου που έγιναν γονείς κι εκείνοι με τη σειρά τους.
Να είσαι παππούς, να κακομαθαίνεις τα εγγόνια σου, να τους λες ιστορίες και να βγάζεις τη μασέλα σου για να γελάσουν.
Να γίνεσαι παιδί κι εσύ, λίγο πριν το τέλος, χωρίς να σου οφείλει κανείς τίποτα, χωρίς να οφείλεις σε κανέναν.
Και να πεθαίνεις στον ύπνο σου, γιατί όχι, ακούγοντας ένα παιδί να γελάει.
Αυτό είναι το καλύτερο τέλος για κάθε ταινία: Ένα παιδικό γέλιο.
Αυτή είναι η καλύτερη αρχή.





ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...