Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Η αποστασιοποίηση των ανθρώπων


Στον Β παγκόσμιο πόλεμο, σε ένα από τα γνωστά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ένας τρόφιμος παρατηρούσε κάθε μέρα τη συμπεριφορά των ανθρώπων που τους έφερναν για πρώτη φορά εκεί. Οι νέοι τρόφιμοι σύντομα μάθαιναν ότι θα τους οδηγούσαν οι στρατιώτες για το μπάνιο τους στα ντους.

Είχαν ακούσει από τους παλιότερους, ότι υπήρχαν και ντους που δεν έβγαζαν νερό, αλλά θανατηφόρο αέριο.

Κάθε μέρα, καθώς οι τρόφιμοι συγκεντρώνονταν σε ευθεία ουρά στην πορεία προς τα ντους, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν σε τι είδους ντους κατευθύνονταν, φυσιολογικό ή θανατηφόρο.

Δεν γνώριζαν αν θα ζήσουν κι εκείνη την ημέρα. Το μυαλό τους υπέθετε το χειρότερο, ότι τους περιμένει το τέλος τους. Το συναίσθημα του φόβου ενεργοποιούσε την φυσιολογική αντίδραση του άγχους ως άμυνα. Μία άμυνα που διαθέτει το μυαλό, προκειμένου να ενεργοποιήσει το σώμα να τρέξει ή να παλέψει.

Καθώς όμως υπήρχαν αυτόματα όπλα που τους στόχευαν ολόγυρα, οι άνθρωποι αυτοί θεωρούσαν μάταιο να τρέξουν προς κάποια κατεύθυνση, να προσπαθήσουν να διαφύγουν.

Το πολύ μεγάλο άγχος τους, περιμένοντας στην ουρά, εκτονωνόταν μέσα από τον ιδρώτα, το τρέμουλο, τους γρήγορους παλμούς της καρδιάς και άλλα ψυχοσωματικά συμπτώματα.

Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν καθημερινά, η πορεία προς τα ντους, που δεν ήξερες τι θα βγάλουν μόλις στεκόσουν κοντά τους. Το οξύ και παρατεταμένο άγχος ήταν απίστευτο, και κρατούσε όλη τη διάρκεια της ημέρας, καθώς δεν ήξερες αν αύριο θα ζεις ακόμη.

Σιγά σιγά το παρατεταμένο άγχος οδηγούσε στην θλίψη.

Επιπλέον θλίψη ερχόταν καθώς, οι λιγοστές δραστηριότητες που μπορούσες να κάνεις με τους άλλους τροφίμους, έδειχναν μάταιες. Εδώ δεν ήξερες αν θα ζεις αύριο καλά καλά, τι να προγραμματίσεις να κάνεις να περάσεις ευχάριστα.

Μετά από κάποιο διάστημα, το μυαλό «έβαζε» μπροστά έναν ασυνείδητο μηχανισμό που διαθέτει, προκειμένου να αντιμετωπίσει πρόχειρα την κατάσταση του συνεχούς φόβου και άγχους, ο οποίος λέγεται Μόνωση συναισθημάτων.

Η μόνωση του συναισθήματος ως άμυνα έχει μεγάλη αξία.

Οι χειρουργοί δεν θα ήταν σε θέση να εργάζονται αποδοτικά εάν διαρκώς τους απασχολούσε η αγωνία των ασθενών τους, η προσωπική τους αποστροφή στην αρχή, όταν χειρουργούν τις πρώτες φορές έναν ασθενή.

Ούτε στρατηγοί θα ήταν σε θέση να σχεδιάσουν μία μάχη αν τους απασχολούσε διαρκώς η φρίκη του πολέμου.

Έτσι το μυαλό μας έχει την απίστευτη ικανότητα να «στέλνει» τα συναισθήματα, όπως εδώ του φόβου, στο ασυνείδητο. Έτσι, χάριν αυτού του μηχανισμού, μπορούμε να εκτελούμε μία διαδικασία ιδιαίτερα φορτισμένη σε συναίσθημα, όπως το να χειρουργεί ένας χειρούργος, χωρίς να φοβάται. Πρόκειται για έναν μηχανισμό ιδιαίτερα χρήσιμο, «έμφυτο» σε όλους τους ανθρώπους.

Τι συμβαίνει όμως όταν χρησιμοποιούμε «περισσότερο απ όσο πρέπει» τον μηχανισμό αυτό; Αν πχ τον «μεταφέρουμε» και στην καθημερινή μας ζωή;

Ας «μεταφέρουμε» την ιστορία μας στο σήμερα, την εποχή της οικονομικής κρίσης;

Το μυαλό μας αντιλαμβάνεται την απειλή της επιβίωσης μας ως κίνδυνο, δεν έχει σημασία αν πρόκειται για όπλα που μας σημαδεύουν ή το ότι φοβόμαστε για την επιβίωσή μας λόγω οικονομικών λόγων.

Η οικονομική απειλή εκλαμβάνεται ως ένα «αόρατο» όπλο. Μάλιστα, η οικονομική απειλή δεν αντιμετωπίζεται όπως ο «ορατός» εχθρός, έχει μία ασάφεια, λόγω του ότι δεν μπορούμε να ασκήσουμε έλεγχο άμεσα πάνω σε αυτήν, να απλώσουμε τα χέρια και να την αντιμετωπίσουμε.

Είναι μέσα στο μυαλό μας και η απειλή αυτή «φωλιάζει» στην σκέψη μας. Μας κάνει να φανταζόμαστε ότι θα μας συμβεί ό,τι χειρότερο. Και αν γίνει συνειδητή και δεν μας «εκδηλώνεται» με εκνευρισμό, και επιθετικότητα προς τους συνανθρώπους μας, και πάλι, είναι πιο δύσκολο και απαιτεί γνώση, για να ασκήσουμε έλεγχο στην σκέψη μας και να μην αφήσουμε τον φόβο και τις αρνητικές σκέψεις να μας «παραλύσουν» ή να μας θλίψουν.

Ο κάθε άνθρωπος, η κάθε οικογένεια, απομονώνεται και βλέπει την κρίση ως ατομικό πρόβλημα, όχι ως ομάδα.

Τι έγινε στην ιστορία μας όμως; Τι έγινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που αναφερόμασταν με τον μηχανισμό της Μόνωσης;

Οι τρόφιμοι των στρατοπέδων αυτών, στην πορεία προς τα ντους, ήταν πια απαθείς, πορεύονταν σαν ρομπότ προς αυτά, χωρίς καμία θέληση να αντιδράσουν. Ο φόβος είχε απωθηθεί στο ασυνείδητο, και οι άνθρωποι ήταν πια ανίκανοι και απαθείς, ακόμη και στο να σκεφτούν να αντιδράσουν. Ακόμα και ο φόβος ή η θλίψη είναι συναισθήματα που στόχο έχουν να μας παρακινήσουν να δράσουμε για να πάψουν. Αυτή η απάθεια ήταν πολύ χειρότερη όμως, σήμαινε πια αποδοχή της κατάστασης ως μη ανατρέψιμη.

Σήμερα χρειάζεται προκειμένου να «σώσουμε» τον εαυτό μας, να γίνει κατανοητό ότι πρέπει να σώσουμε την ομάδα στην οποία ανήκουμε, την κοινωνία μας, καθώς το άτομο μόνο του δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα τόσο μεγάλο φαινόμενο, εξακολουθώντας να επιδιώκει μόνο το ατομικό του συμφέρον.

Χρειάζεται να βοηθήσουμε άλλους, καθώς η πτώση της ψυχολογίας των άλλων, συμπαρασύρει και την διάθεση του ατόμου.

Ο γραπτός λόγος δεν μπορεί να αλλάξει πολλά, όσα η πραγματική ανθρώπινη επαφή. Όχι η ηλεκτρονική μέσω διαδικτύου που μας απομονώνει για λόγους οικονομίας στα διαμερίσματά μας, η πραγματική επικοινωνία.

Μπορούμε να πούμε ότι για να αλλάξουμε ως κοινωνία, πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε μόνο ατομικά, όπως πολλά χρόνια είχαμε μάθει, τονίζοντας το στοιχείο του ότι μάθαμε τον ατομισμό ως συμπεριφορά.

-Μπορείς να μην φθονείς τον διπλανό σου, αν έστω δεν μπορείς να χαρείς με την χαρά του;

-Να προσπαθήσεις να μάθεις από τους ικανούς, αντί να προσπαθείς να τους εμποδίσεις, αν έχεις την δύναμη αυτή;

-Να επιδιώκεις να κατακτήσεις την γνώση με την αξία σου, και όχι να αποκτήσεις τίτλους για να νιώσεις «κάποιος» απέναντι στους άλλους; Οι τίτλοι δεν κάνουν έναν άνθρωπο σπουδαίο, ούτε απαραίτητα αντιπροσωπεύουν γνώση ανάλογη.

–Μπορείς να μην ανταγωνίζεσαι αλλά να συναγωνίζεσαι; Να βλέπεις την καλλιέργεια πίσω από την εμφάνιση και να την εκτιμάς;

-Να βλέπεις σπουδαίους ανθρώπους σε «χαμηλές θέσεις» και να τους λες πόσους μπορούν να επηρεάσουν θετικά από εκεί που βρίσκονται; Αν δεν μπορούμε να τα κάνουμε αυτά, είναι επειδή έτσι μάθαμε και συνηθίσαμε. Κι όμως, κι αυτό, μπορούμε να το αλλάξουμε!

(Τα ιστορικά παραδείγματα είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι απαραίτητο ότι είναι με ακρίβεια ιστορικά απόλυτα σωστά αλλά έχουν σε κάποια σημεία αλλαχθεί με στόχο την καλύτερη κατανόηση ψυχολογικών μηχανισμών του ανθρώπου).

Νικόλαος Γ. Βακόνδιος, Ψυχολόγος
Πτυχιούχος Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης





ΠΗΓΗ...http://www.ygeiaonline.gr

Σπρώχνω και Χτυπώ (推敲)


Ο Jiă Dăo, ένας μεγάλος ποιητής της εποχής Táng, πήγαινε κάποια μέρα καβάλα στο γάιδαρό του και δούλευε στο μυαλό του δυο στίχους:

鸟宿池边树, 僧敲月下门:
«Πουλιά κοιμούνται στα δέντρα δίπλα στη λίμνη 
κι ο μοναχός χτυπά την πόρτα στο φεγγαρόφωτο.»

Απορροφημένος όπως ήταν με τις σκέψεις του, δεν πρόσεξε τη μεγάλη συνοδεία ενός αξιωματούχου που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση κι έτσι δεν πρόλαβε να παραμερίσει, ως ώφειλε. 

“Γιατί δεν κάνεις στην άκρη; ” τον ρώτησαν οι υπηρέτες της συνοδείας.

Να με συμπαθάει ο αφέντης σας’, απάντησε ταπεινά ο Jiă Dăo, ‘αλλά σκεφτόμουν ένα ποίημα κι ήμουν αφηρημένος. Γι’ αυτό δε σας είδα. Ζητώ ταπεινά συγνώμη.’

Ο άρχοντας που ταξίδευε με τη συνοδεία του έτυχε να είναι ο λόγιος και ποιητής Hán Yù. Όταν άκουσε τη δικαιολογία του Jiă Dăo, του ζήτησε να του πει τι ήταν αυτό που σκεφτόταν. 

“Να”, είπε ο Jiă Dăo. “Έχω αυτούς τους δυο στίχους. Αλλά στον δεύτερο, δε μου πολυαρέσει αυτό το ‘χτυπά’ (敲). Λέω να το αλλάξω και να το κάνω ‘σπρώχνει’ (推). ”

Ο Hán Yù είπε στη συνοδεία του να περιμένει και βάλθηκε κι αυτός να σκέφτεται. “Άκου, φίλε μου’ είπε τελικά στον Jiă Dăo. “Ο πρώτος σου στίχος είναι μια γαλήνια σκηνή μέσα στη νύχτα, χωρίς κίνηση, χωρίς ήχο. Το ποίημά σου χρειάζεται κάποια κίνηση, κάποιον ήχο για να ισορροπήσει και να ζωντανέψει. Εγώ σε συμβουλεύω να κρατήσεις το ‘χτυπά’ στο δεύτερο στίχο και να μην το αντικαταστήσεις με το ‘σπρώχνει’. Αυτός ο κοφτός ήχος του χτυπήματος στην πόρτα, θα δώσει ζωή στη σιωπή της νύχτας σου. ”

Έκτοτε, ο συνδυασμός των δυο ρημάτων που παίδεψαν τους δυο ποιητές – σπρώχνω και χτυπώ (推敲) – έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα ως ρήμα, που σημαίνει ‘σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι για ν’ αποφασίσω’, κυρίως σ’ ό,τι αφορά στιλιστικές επιλογές στο γραπτό λόγο.

Γράφει η  Limao Qian





http://www.o-klooun.com

Γιάννης Τσίρμπας, – Η ευτυχία είναι σάντουιτς


Τρεις μέρες. Έχω να φάω. Τρεις μέρες. Ένα τοστ δαγκωμένο. Έπεσε από ένα παιδί. Μετά σφαλιάρα η μάνα του. Και στα σκουπίδια. Το μάζεψα. Το ‘φαγα. Τρεις μέρες. Ένα τοστ. Είμαι ξελιγωμένος. Κάνω ένα βήμα. Στέκομαι. Δύο, ξανά στέκομαι. Φτάνω στην πλατεία. Πεινάω. Διψάω. Σιντριβάνι. Νερό. Ζητάω λεφτά. Απλωμένο χέρι. Δέκα δραχμές. Είκοσι δραχμές. Στους νέους δεν δίνουν. Ξελιγωμένος. Θυμάμαι το φαΐ. Η πείνα είναι όνειρο. Να γεύεσαι. Να γεμίζεις. Να ρεύεσαι. Πονάει το στομάχι μου. Άδειο. Όλα είναι θολά.

 

Κάθομαι στο σιντριβάνι. Σκύβω να πιω νερό. Ζαλίζομαι. Πέφτω μέσα. Γίνομαι μούσκεμα. Μεγάλη ντροπή. Βγαίνω, περπατάω γρήγορα. Θέλω να φύγω μακριά. Κοιτούν όλοι. Ντροπή. Τα παπούτσια μου βαριά. Πλουτς. Το νερό τρέχει στη μέση μου. Κρυώνω. Περπατάω και με ακούν όλοι. Δεν μπορώ να μείνω μόνος. Όλοι με βλέπουν. Ζαλίζομαι. Ξελιγωμένος. Κρυώνω. Όλα γυρίζουν. Περνάνε κάτι παιδιά. Γελάνε μαζί μου. Εγώ κοιτάω κάτω. Το έδαφος γυρίζει. Νιώθω τις σταγόνες να τρέχουν. Από το σώμα στα πόδια. Στάζω.

 

Μπροστά μου ένα θολό χαρτί. Γαλάζιο. Έχει το νούμερο πέντε. Ζαλίζομαι. Τρία μηδενικά. Πεντοχίλιαρο! Αγωνία. Είναι τρία βήματα μακριά. Ένα βήμα. Ήχος από στύψιμο. Το πεντοχίλιαρο γυρίζει γύρω γύρω. Σαν να μου φεύγει. Κι άλλο βήμα. Φυσά αεράκι. Ανατριχιάζω. Ένα βήμα ακόμα και χορτάτος. Θα φάω. Λίγο ακόμα πιο κει. Κολλαριστό. Πετάει εύκολα. Κι άλλο βήμα. Σκύβω. Σχεδόν μπουσουλάω. Γλιστράω. Ξελιγωμένος. Πέφτω. Σκάω στο τσιμέντο σαν μπαλόνι με νερό. Δεν έχω δύναμη να σηκωθώ. Δεν βλέπω τα λεφτά. Ήταν παραίσθηση.

 

Είμαι μπρούμυτα στις πλάκες της πλατείας. Με τις κουτσουλιές. Βλέπω από κοντά τις αυλακώσεις τους. Τις χαρακιές. Χαρακιές στο στομάχι. Πεινάω. Δεν νιώθω. Όταν πεινάς τόσο δεν υπάρχει τίποτα. Δεν νιώθεις καθόλου. Θυμάμαι το πεντοχίλιαρο. Ζεστό τσιμέντο. Ζεσταίνει τις παλάμες μου. Ανακούφιση. Είμαι βρεγμένος. Ψηλαφώ ξανά τριγύρω. Μετά χτυπάω τα χέρια μου στο τσιμέντο. Με όση δύναμη έχω. Σκέφτομαι ότι κάνω σα μωρό. Τα λεφτά πουθενά. Μόνο στο μυαλό μου. Όταν πεινάς, πεινάς παντού. Και στο μυαλό. Πρέπει να σηκωθώ. Καμία απογοήτευση. Μόνο η πείνα. Είμαι πολύ βαρύς. Πρέπει να σηκώσω όλο αυτό το μουσκίδι. Νηστικός και τόσο βαρύς. Στηρίζομαι στα χέρια μου. Μια χάρτινη αίσθηση στο ένα χέρι. Το πεντοχίλιαρο κολλημένο στο χέρι μου. Χορταίνω ήδη!

 

Τώρα το γραπώνω γερά, στέκομαι στα πόδια μου χωρίς δυσκολία, έχω φτερά, διασχίζω την πλατεία, σέρνομαι, αλλά γοργά, περνώ δίπλα από το σιντριβάνι, απέναντι σαντουιτσάδικο, πλατς, μπαίνω μέσα, στάζω, κοιτάζω τη βιτρίνα, σταγόνες από τα μαλλιά μου στο τζάμι της, σταγόνες από τα μαλλιά μου στα χείλια μου ή μήπως είναι σάλια, είμαι ευτυχισμένος μόνο από τη μυρωδιά, γήπεδο, ο πατέρας μου, η ευτυχία είναι σάντουιτς, παραγγέλνω, διπλό τυρί, μπέικον, μπιφτέκι, καπνιστό, ζαμπόν, μανιτάρια, πιπεριά, ντομάτα, μαγιονέζα, πήγαινε πρώτα στο ταμείο, μου λέει, πάω στο ταμείο, τι; Δεν χαλάει πεντοχίλιαρο. Λέει. Σε παρακαλώ, πεινάω. Τέλος, λέει. Να το χαλάσω. Πού να το χαλάσω. Δεν αντέχω. Έχω γεμίσει νερά το μαγαζί, λέει. Να φύγω. Να χαλάσω και να ξανάρθω. Πού να χαλάσω. Και το σάντουιτς; Μόλις χαλάσεις, λέει.

 

Ζαλίζομαι. Η πλατεία γυρίζει. Έχετε να χαλάσετε; Κανείς δεν μου μιλάει. Με αποφεύγουν οι άνθρωποι. Το σιντριβάνι. Το σιντριβάνι γυρίζει. Να ακουμπήσω. Έχετε να χαλάσετε; Πλαστό θα είναι, ακούω. Κάθομαι. Μήπως έχετε να χαλάσετε; Κανείς. Πάω στο περίπτερο. Έχεις να χαλάσεις; Το παίρνει στο χέρι του. Σαν να το χαϊδεύει. Πού το βρήκες ρε; Μου το δίνει πίσω. Το χαϊδεύω κι εγώ. Με τα δυο δάχτυλα. Όπως αυτός. Είναι ανάγλυφο. Μου ανακουφίζει τις ρώγες των δαχτύλων. Τα πόδια μου δεν με κρατούν. Έχετε να χαλάσετε; Οι άνθρωποι δεν με πλησιάζουν. Πεινάω. Ξελιγωμένος. Έχετε να χαλάσετε; Πλουτς, πλατς. Παραμιλάω. Φωνάζω. Μου το χαλάτε; Ανεμίζω το κολλαριστό πεντοχίλιαρο. Δεν με κρατάνε άλλο τα πόδια μου. Κάθομαι στο γείσο του σιντριβανιού. Ένα αγοράκι τρέχει μέσα στα περιστέρια. Αυτά πετάνε. Προχωρά καταπάνω μου. Πίσω τρέχει η μάνα του να το προλάβει. Έρχεται μπροστά μου. Είναι όμορφο. Το βλέπω θολά. Μου τραβάει τα λεφτά από το χέρι. Τ’ αφήνω. Δεν έχω δύναμη. Κρατάει μια σοκολάτα. Μισολιώνει στο χέρι του. Την τείνει αδέξια προς το μέρος μου. Καλό παιδί. Η μαμά του είναι σχεδόν δίπλα. Μη! του φωνάζει. Αρπάζω τη σοκολάτα και τη χώνω απευθείας στο στόμα. Με το χαρτί. Αυτή αρπάζει το χαρτονόμισμα από το γιο της. Τι σου έχω πει; Το σκίζει σε χίλια κομμάτια και το πετάει. Ρεύομαι.


Η Βικτώρια δεν υπάρχειΤο κείμενο "Η ευτυχία είναι σάντουιτς" είναι ένα από τα επιμέρους κείμενα στη νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα Η Βικτώρια δεν υπάρχει που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΝεφέληΟ Γιάννης Τσίρμπας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης. Είναι εκλεγμένος λέκτορας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως ειδικός επιστήμονας ανάλυσης της επικοινωνίας. Εκτός από επιστημονικές δημοσιεύσεις, δημοσιεύει άρθρα και βιβλιοκριτικές στον Τύπο και στο Διαδίκτυο. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε πανελλαδικούς διαγωνισμούς, έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η Βικτώρια δεν υπάρχει είναι το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο.


© Γιάννης Τσίρμπας + Εκδόσεις Νεφέλη







Διαγράφεις ό,τι σε διαγράφει και πάει λέγοντας…


Φτάνει, έτρεξες. Όσο έτρεξες, έτρεξες. Και τα χιλιόμετρά σου έκανες και πιο μακριά απ’ όσο φανταζόσουν έφτασες και τώρα που ξεχαρβάλωσε το κοντέρ, σου λένε πως δεν πήγες.
 Κοίτα, όπου μπλέκει άνθρωπος, πρόβλημα θα βρεις. Το πρόβλημα όμως είναι που κοιτάνε στο κοντέρ -δηλαδή, τα νούμερα- κι όχι στην απόσταση. Δηλαδή, τι κι αν εσύ γύρισες τον κόσμο όλο, αν εμένα δε μου φαίνεται πολύ, πολύ δεν είναι.
Μ’ αυτόν κι άλλους χίλιους δύο τρόπους αποξενώνονται οι άνθρωποι και μετά λες, «Μα πώς γίνεται;». Έννοια σου κι όλα γίνονται. Και παύεις να μιλάς και να μαθαίνεις νέα τους κι ούτε ξέρεις αν τους νοιάζουν τα δικά σου κι όλο δίνεις χρόνο να δεις αν θα νοιαστούν να πάρουν και ποτέ δεν παίρνουν.
Και τι κατάλαβες; Πάρε τα χιλιόμετρα και το νοιάξιμό σου και καν’ τα καραμέλες. Τι ανησυχείς; Μην και τους πειράξει; Μη δεν είσαι ο σωστός και παρεξηγηθούν και σε κατηγορήσουν; Και τι έγινε; Μπορείς να τους σερβίρεις ξίδι.
Γενικά, δηλαδή, ως απλός –υποθετικά– κανόνας, μην ανησυχείς για κανέναν που δεν ανησυχεί για σένα. Ναι, εντάξει, θα μου πεις, μας τα ‘παν κι άλλοι κι αυτά έτσι απλά δε γίνονται. Κι όμως γίνονται, γιατί υπάρχει κι ένα «γαμώτο» και πώς να το κάνουμε, είναι και μεγάλο.
Απ’ αύριο θα μάθεις και θα ζεις χωρίς εκείνους. Και τηλέφωνα θα διαγράψεις και τ’ άκυρό σου θα το ρίξεις και γιατί, δηλαδή, όχι; Αυτοί το ‘καναν πρώτοι. Υπάρχει, βλέπεις, ένας πολύ βασικός κανόνας στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και λέγεται «προσφορά κι ανταπόδοση». Κι αν δε μου δώσεις, δε θα πάρεις, γιατί κι εμένα δε μου περισσεύουν και γιατί στο παρελθόν σπατάλησα αρκετά κι αναλώθηκα και κάπως έτσι είναι γενικά η φάση όλη και, φαντάζομαι, καταλαβαίνεις.
Αλλά τώρα, τους ξέρεις τους ανθρώπους, αν δουν πως πάνε και σε χάνουν, αρχίζουν οι υστερίες και δε συμμαζεύεται. Με λίγα λόγια, και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Γιατί, όχι. Δε δικαιούσαι, φίλε μου, να μου στερήσεις την προσοχή σου αν εγώ τη χρειάζομαι κι αν εγώ επέλεξα να σου στερήσω τη δική μου. Γιατί τώρα, δεν έχω τον έλεγχο κι όχι δεν έφυγα πρώτα εγώ για να μου την κάνεις εσύ επομένως, πρέπει να μείνεις, σκέφτονται.
Αλλά όχι, καλέ μου. Σηκώνεσαι και φεύγεις και θυμώνεις και σηκώνεις και το μεσαίο σου το δάχτυλο κι ούτε που γυρνάς να κοιτάξεις πίσω. Ποιος θα σου πει τι; Κι εσένα μετά πονάει το εγώ σου και λες, «Ε όχι» κι όμως φίλε μου, «Ε ναι», γιατί θα πρέπει να μάθεις να την κάνεις εύπεπτη την αδικία.
Διαγράφεις ό,τι σε διαγράφει και πάει λέγοντας κι αντίρρηση δεν μπορείς να φέρεις.  Όποιος θέλει, ξέρει πού και πότε ν’ ανησυχήσει. Κατάλαβες; Όλα τα υπόλοιπα, τα παίρνεις βερεσέ.
Κι αν τη φας πολλές φορές τη φόλα, ξέρεις να ξεχωρίζεις. Τουλάχιστον σου πέφτουν ευκολότερα τα διαδικαστικά. Πάει από μόνο του το χέρι στο delete. Πιάσε χαρτί, μαρκαδόρο κόκκινο και μέτρα· πόσοι σου μένουν;

Γράφει η Αναστασία Θεοφανίδου




Ο μέσος Ζώης Χαρίσης στον Αλμωπό Αριδαίας


Η διοίκηση του Αλμωπού Αριδαίας, είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσει την συμφωνία της με τον Ζώη Χαρίση 23 ετών μέσος, αγωνιζόταν στον ΑΟ Καρδίας Γ' Εθνική με 25 συμμετοχές και 4 γκολ, ενώ τα προηγούμενα χρόνια  αγωνίστηκε στον ΠΑΟΚ Κρουσώνα  Κρήτης στην Γ' Εθνική με 21 συμμετοχές και 2 γκολ, στην ομάδα του Βατανιακού στην Β' Εθνική με 8 συμμετοχές και 2 γκολ, στην ομάδα του Αχιλλέα Τριανδρίας στην Δ' Εθνική για 2 χρόνια, ενώ ξεκίνησε από τις ακαδημίες του Άρη Θεσσαλονίκης, όπου ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά επί 9 συναπτά έτη.

 Τον καλωσορίζουμε στην μεγάλη οικογένειά μας και του ευχόμαστε υγεία και δύναμη.

    Με τιμή το Δ.Σ 
 Αλμωπού Αριδαίας 

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...